σορός
μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men
English (LSJ)
ἡ,
A vessel for holding human remains, cinerary urn, ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σ. ἀμφικαλύπτοι Il.23.91; coffin, Hdt.1.68, 2.78, Ar.Ach.691, Lys.600, etc.; of stone, Thphr.Ign.46, Dsc.5.124: prov., τὸν ἕτερον πόδα ἐν τῇ σ. ἔχειν Luc.Herm.78; bier, Ev.Luc.7.14, PLond.1.121.236 (iii A.D.). II as nickname of an old man or woman, Ar.V.1365, Macho ap.Ath.13.580c. III αἱ δημόσιαι σ. dub. sens. in PLips.86.11 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 913] (vgl. σωρός), ἡ, ein Behältniß, Gefäß, die Gebeine eines Verstorbenen darin zu sammeln u. aufzubewahren; ἃς δὲ καὶ ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι, Il. 23, 91, wo hinzugesetzt ist χρύσεος ἀμφιφορεύς, vgl. 243; Ar. Ach. 661 Lys. 600; Her. 2, 78 u. Sp., wie Plut. Num. 22 Luc. D. mort. 6, 3 rhet. praec. 24. – Komisch = ein alter Mann, ein altes Weib, Ar. Vesp. 1365, Machon bei Ath. XIII, 580 c, Ep. ad. 87 (XI, 425). – Wahrscheinlich ein Wort mit σωρός, ein Ort, wo Etwas angehäuft wird.
Greek (Liddell-Scott)
σορός: ἡ, σκεῦος πρὸς ὑποδοχὴν πράγματός τινος, ἰδίως κάλπη τεφροδόχος, ὧς δὲ καὶ ὀστέα νῶιν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι Ἰλ. Ψ. 91 (πεποιημένη ἐκ χρυσοῦ, ἂν ὁ ἑπόμενος στίχος εἶναι γνήσιος)·― φέρετρον, νεκροθήκη, «κάσσα», Ἡρόδ. 1. 68., 2. 78, Ἀριστοφ. Ἀχ. 691, Λυσ. 600, κτλ.· ἐκ λίθου, Θεοφρ. π. Πυρὸς 45, πρβλ. Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2, σ. 533· ― παροιμ., τὸν ἕτερον πόδα ἐν τῇ σορῷ ἔχειν Λουκ. Ἑρμότ. 78. ΙΙ. σκωπτικὸν ὄνομα γέροντος ἢ γραίας, = σοροδαίμων, Ἀριστοφ. Σφ. 1365, Μάχων παρ’ Ἀθην. 580C.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 urne pour les os ou les cendres des morts ; p. ext. cercueil;
2 fig. vieille femme décrépite.
Étymologie: cf. σωρός.
English (Autenrieth)
Spanish
English (Strong)
probably akin to the base of σωρεύω; a funereal receptacle (urn, coffin), i.e. (by analogy) a bier: bier.
English (Thayer)
σοροῦ, ἡ, an urn or receptacle for keeping the bones of the dead (Homer, Iliad 23,91); a coffin (Herodotus 1,68; 2,78; Aristophanes, Aeschines, Plutarch, others); the funeral-couch or bier on which the Jews carried their dead forth to burial (see B. D. American edition under the word Smith's Bible Dictionary, Coffin; Edersheim, Jesus the Messiah, i., 555f): Luke 7:14.