άριστος
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄριστος, -η, -ον)
1. (για πράγματα) ο καλύτερος στο είδος του, ο εξαιρετικής ποιότητας
2. (για πρόσωπα) αυτός που κατάγεται από ευγενείς, που ανήκει στην τάξη των ευγενών
3. ο αρχηγός
4. ο ηθικά καλύτερος
5. ο καλύτερος σε κάθε τι
6. (για ζώα) ο υπέροχος
7. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) άριστα
πάρα πολύ καλά, εξαιρετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι συγγενής με το προθεματικό άρι- και το ουσιαστικό αρετή, ενώ αβέβαιη θεωρείται η σχέση του με τα αραρίσκω ή άρνυμαι. Στην Ιωνική-Αττική αποτελεί τον συνήθη υπερθετικό του επιθέτου αγαθός (πρβλ. συγκριτικός αρείων). Η λ. άριστος χρησιμοποιείται ευρύτατα ήδη στον Όμηρο, με αρχική σημασία «ο ισχυρότερος, ο ευγενέστερος στην καταγωγή», ενώ αργότερα αποκτά την έννοια «ο καλύτερος» και χαρακτηρίζει πρόσωπα ή πράγματα.
ΠΑΡ. αριστερός, αριστεύω, αριστίνδην.
ΣΥΝΘ. αριστοκρατία, αριστολόχεια, αριστοτέχνης
αρχ.
αρισθάρματος, αρίσταρχος, αριστόβουλος, αριστογόνος, αριστόδικος, αριστοεπής, αριστόκαρπος, αριστόμαντις, αριστόμαχος, αριστοπάτρα, αριστοπόνος, αριστοτόκος, αριστόχειρ, αριστώδιν
αρχ.-μσν.
αριστόνικος
μσν.
αριστόλοχος, αριστοπραξία, αριστουργός
νεοελλ.
αριστούχος. Απαντούν ακόμη τα ανθρωπωνύμια: Αριστάγγελος, Αρισταγόρας, Αρισταίνετος, Αρίσταινος, Αρισταίος, Αρίσταιχμος, Αριστάναξ, Αρίστανδρος, Αρίσταρχος, Αριστέας, Αριστείδης, Αριστεύς, Αριστίας, Αρίστιππος, Αριστίων, Αριστόβουλος, Αριστογείτων, Αριστογένης, Αριστόδημος, Αριστόδικος, Αριστόδωρος, Αριστοκλείδης, Αριστοκλής, Αριστοκράτης, Αριστόκριτος, Αριστόλαος, Αριστολέων, Αριστόλοχος, Αριστόμαχος, Αριστομέδης, Αριστομέδων, Αριστομένης, Αριστομήδης, Αριστόνικος, Αριστόνομος, Αριστόνους, Αριστόξενος, Αριστοτέλης, Αριστότιμος, Αριστοφάνης, Αριστοφών, Αρίστων, Αριστώνυμος].