αρύω

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source

Greek Monolingual

(και αρύομαι) (AM ἀρύω, Α και ἀρύτω)
μτφ. αντλώ, συγκεντρώνω υλικά αγαθά ή πληροφορίες από κάποια πηγή ή πηγές
αρχ.
1. αντλώ νερό ή άλλο υγρό
2. μέσ. α) υδρεύομαι
β) (για αστέρια) ανατέλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι το αρύω είναι σύνθετο < Fαρ- (πρβλ. σανσκρ. vār- «νερό») + (ενεστ.) ύω (πρβλ. αφ-ύω, αύω) δεν είναι ικανοποιητική, ενώ η ετυμολόγηση του τ. < Fαρύω (πρβλ. (F)αρυσσάμενος, Ησίοδ.) συνδέει το ρ. αρύω με το αρμ. gerem «αιχμαλωτίζω, παίρνω» (πρβλ. καλύπτω με αρχ. ιραν. celim). Τέλος, με μεταπτωτική μεταβολή της ρίζας του (Fαρ-υ / Fερ-σχετίζεται το αρύω με το ευρίσκω (πρβλ. βαρύς -βρίθω) καθώς και με το αρχ. ιραν. fūar «πέτυχα, βρήκα» και πιθ. με το μεσαίων, ιραν. feraim «χύνω, αποβάλλω». Στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται ο τ. αρύτω (πρβλ. ανύω -ανύτω), ενώ στη Λεσβιακή παραδίδεται μτχ. αρυτήμενοι < (ρ.) αρυτέω. Το ρ. αρύω απαντά στον Ησίοδο, στην Ιωνική -Αττική και την Κοινή, με βασική σημασία «αντλώ», έχει δε παράλληλη σημασιολογική χρήση με το ρ. αφύσσω.
ΠΑΡ. αρχ. αρυστήρ, αρύταινα, αρυτήρ.
ΣΥΝΘ. αρχ. αναρύτω, απαρύω και απαρύτω, διαρύω και διαρύτω, εξαρύω, επαρύτω].