ἐλεέω
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
impf.
A ἠλέουν Apollod.Com.4.1: aor. ἠλέησα, Ep. ἐλέησα (v. infr.):—Pass., pf. ἠλέημαι Men.595.2: (ἔλεος):—to have pity on, show mercy to, ὁ δ' ἐρύσατο καί μ' ἐλέησεν Od.14.279; σύ μ' ἐλέησον S.Ph.501, cf. Eub.1 D., etc.; ἐλέησον αὐτῶν τὴν ὄπα Ar.Pax 400; ἐ. [τινα] ἐπὶ τοῖς ἀκουσίοις παθήμασι Antipho 1.27; τῆς τύχης τινά X. Eph.5.4:—Pass., Pl.Ap.34c, R.336e, Ax.368d; ἵνα . . ἧττον ὑφ' ὑμῶν ἐλεοίμην D.27.53; ἅμ' ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις Men.595.2, cf. 844. 2 abs.,feel pity, Ar.Ach.706.
German (Pape)
[Seite 794] bemitleiden, Mitleid haben; τινά, Od. 14, 279; Folgende; pass., ἐλεοῦμαι ὑπὸ σοῦ Plat. Rep. I, 337 a; καὶ οἰκτείρω Euthyd. 288 d; ἅμ' ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις Men. Zenob. 1, 81. – Sp. sagen τινά τινος, Einen wegen Etwas bemitleiden; τὸ ἐλεούμενον, das Mitleid Erregende, Plat. Ax. 368 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεέω: παρατ. ἠλέουν Ἀπολλόδ. ἐν «Διαμαρτάνοντι» 1: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἠλέησα: - Παθ., πρκμ. ἠλέημαι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 472: (ἔλεος). Ὡς τὸ ἐλεαίρω, λυποῦμαί τινα, οἰκτίρω αὐτόν, αἰσθάνομαι ἔλεος, συμπάθειαν πρὸς αὐτόν, ὁ δ’ ἐρύσατο καὶ μ’ ἐλέησεν Ὀδ. Ξ. 279· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., σύ μ’ ἐλέησον Σοφ. Φ. 501, πρβλ. 608· ἐλέησον αὐτῶν τὴν ὄπα Ἀριστοφ. Εἰρ. 400· ἐλ. τινα ἐπὶ τοῖς ἀκουσίοις Ἀντιφῶν 114. 17· ἐλ. τινά τινος, οἰκτίρειν τινὰ διά τι, μνημονεύεται ἐκ Ξεν. τοῦ Ἐφεσ.: - Παθ., ἵνα ὃ τι μάλιστα ἐλεηθείη Πλάτ. Ἀπολ. 34C, Πολ. 337Α· τὸ ἐλεούμενον, τὸ ἀντικείμενον ἐλέους, ὁ αὐτ. Ἀξ. 368SD· ἵνα... ἧττον ὑφ’ ὑμῶν ἐλεοίμην Δημ. 830. 12. 2) ἀπολ., αἰσθάνομαι οἶκτον, λύπην, ὥστ’ ἐγὼ μὲν ἠλέησα κτλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 706.
French (Bailly abrégé)
ἐλεῶ;
impf. ἠλέουν, f. ἐλεήσω, ao. ἠλέησα, pf. inus. ; pf. Pass. ἠλέημαι;
s’apitoyer, avoir pitié : τινα de qqn ; Pass. ἐλεεῖσθαι ὑπό τινος PLAT exciter la pitié de qqn.
Étymologie: ἔλεος.
English (Autenrieth)
fut. ἐλεήσει, aor. ἐλέησε: pity, have compassion or pity upon; τινά, also τὶ, Il. 6.94; w. part., Il. 15.44, Il. 17.346, Od. 5.336.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. sin aum. ἐλέησα Od.14.279, h.Bacch.53]
1 c. ac. de pers. y asim. y frec. rég. causal sentir lástima, compadecerse de ἀστυ τε καὶ Τρώων ἀλόχους καὶ τέκνα Il.6.94, μ' Od.l.c., κυβερνήτην h.Bacch.l.c., cf. S.Ph.501, Eub.22.3, Eu.Matt.15.22, τοὺς ὑπὲρ τῆς πατρίδος ... τετελευτηκότας D.58.69, ἐλέησον με ... ὅτι ἀσθηνής εἰμι LXX Ps.6.3, γυναῖκα δυστυχῆ Charito 6.5.6, πένητα Ph.Fr.Ex.2.10, c. expr. de la causa en part. pred. del compl. τὼ δὲ πεσόντ' ἐλέησεν Il.5.561, Ὀδυσῆ' ... ἄλγε' ἔχοντα Od.5.336, τὸ παιδίον ἄλουτον ὄν Ar.Lys.880, τὸν πατέρα γέροντα ὄντα Lys.20.35, c. constr. prep. αὐτοὺς ὑπὲρ τοῦ μεγέθους τοῦ κινδύνου Lys.2.40, διὰ τὸν πατέρα ἐλεεῖν αὐτὸν Lys.14.17, μ' ἐπὶ τῇ πενίᾳ Arr.Epict.4.6.22, c. gen. τῆς τύχης αὐτὴν ἠλέει se compadecía de ella por su suerte X.Eph.5.4.7, τὴν πόλιν ... τῆς συμφορᾶς Anon.V.Thecl.19.9, abs. Il.9.172, X.Mem.2.6.21.
2 c. ac. de abstr. compadecerse de, conmoverse ante παιδὸς φωνήν Ar.V.572, αὐτῶν τὴν ὄπα Ar.Pax 400, τὴν ἀπειρίαν καὶ ἀπαιδευσίαν Pl.Hp.Ma.293d, ὃ οἱ ἀκούοντες φοβοῦνται μᾶλλον ἢ ἐλεοῦσιν Arist.Rh.1375a8, τὰ ἀτυχήματα τῶν ... ἀνθρώπων D.Chr.13.20, ἡμῶν τὸ ἀσθενές Basil.M.29.321A, τὴν συμφοράν Chrys.M.50.734, c. compl. de causa ἐλεεῖν ἐπὶ τοῖς ἀκουσίοις παθήμασι Antipho 1.27.
3 c. part. concert. del suj. sentir pena, apiadarse τοὺς δ' ἰδοῦσ' ἐλέησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη Il.8.350, cf. 6.484, 15.12, Ζεὺς δ' ἰδὼν ἐλέησε Cypr.1, ἠλέησα ... ἰδὼν ἄνδρα πρεσβύτην Ar.Ach.706, cf. Isoc.4.168, ταῦτα Ῥωμαῖοι μὲν ἀκούοντες ἠλέησαν I.BI 5.572, c. part. y dat. de causa τὰ[ν] εἰσιδὼν ... Ζεὺς ἐλέησεν ἀνακέστ[οις] ἄχεσιν B.Fr.20D.9.
4 en v. pas. ser objeto de compasión, ser compadecido παιδία τε αὑτοῦ ἀναβιβασάμενος ἵνα ὅτι μάλιστα ἐλεηθείη Pl.Ap.34c, cf. R.336e, D.27.53, ἅμ' ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις en cuanto se apiadan de uno muere la gratitud Men.Fr.702.1, ψυχὴ ἀσεβοῦς οὐκ ἐλεηθήσεται ὑπ' οὐδενὸς τῶν ἀνθρώπων LXX Pr.21.10, εἰ γὰρ πατρίδος τις ἐκβεβλημένος ὑπὸ πάντων ἐλεεῖται Chrys.M.63.859, cf. Basil.Ep.204.4, c. rég. causal διὰ τὸ μέγεθος τῆς συμφορᾶς D.S.11.57, τῇ τούτων ἀπειθείᾳ Ep.Rom.11.30.
• Etimología: v. ἔλεος, -ους, τό.
English (Strong)
from ἔλεος; to compassionate (by word or deed, specially, by divine grace): have compassion (pity on), have (obtain, receive, shew) mercy (on).