κύκνος
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
ὁ,
A swan, Cycnus olor, κύκνων δουλιχοδείρων Il.2.460, cf. Hes.Sc.316, Pl.R.620a, Eratosth.Cat.25, etc.; sacred to Apollo, Ar.Av.870, Pl.Phd.85b, Call.Ap.5: Com., βάτραχοι κ. Ar.Ra.207; κύκνου δίκην τὸν ὕστατον μέλψασα θανάσιμον γόον A.Ag.1444: hence, metaph., minstrel, bard, AP7.19 (Leon.). II kind of ship, prob. from its prow being curved like a swan's neck, Nicostr.Com. 10. III eye-salve, Gal.12.708, 759, etc. [ῡ by position in Ep.; ῠ Pi.O.2.82, Theoc.16.49 in pr. n. Κύκνος.]
German (Pape)
[Seite 1528] ὁ, der Schwan; δουλιχόδειρος Il. 2, 459; ἀερσιπόται Hes. Sc. 316, wo seines Gesanges zuerst gedacht wird, wie Aesch. Ag. 1419 κύκνου δίκην τὸν ὕστατον μέλψασα θανάσιμον γόον, wie ἀχέτας Eur. El. 151; πολιόχρως Bacch. 1362; vgl. κύκνου πολιώτεραι αἲδ' ἐπανθοῦσιν τρίχες Ar. Vesp. 1164; auch als weissagend wurden sie betrachtet, τῶν κύκνων φαυλότερος τὴν μαντικήν Plat. Phaed. 84 e. – Uebertr., der Dichter, Leon. Tar. 80 (VII, 19).
Greek (Liddell-Scott)
κύκνος: ὁ, Λατ. Cycnus olor, κύκνων δουλιχοδείρων Ἰλ. Β. 460., Ο. 692, κτλ.· ― μεταφ., ἐκ τῶν μύθων περὶ τοῦ ἐπιθανατίου ᾄσματος τοῦ κύκνου, ἀοιδός, ψάλτης, Ἀνθ. Π. 7. 19· ἴδε κύκνειος καὶ πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 316, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1444, Πλάτ. Φαίδωνα 85Β, Πολ. 620Α, Ὁρατ. ᾨδ. 2. 20· ἱερὸς τοῦ Ἀππόλωνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 870, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 5. ΙΙ. εἶδος πλοίου, πιθ. ἐπειδὴ ἡ πρῷρα αὐτοῦ ἦτο κεκυρτωμένη ὡς ὁ λαιμὸς τοῦ κύκνου, Νικόστρ. ἐν «Διαβόλῳ» 1· πρβλ. κυκνοκάνθαρος. ΙΙΙ. εἶδος ἀλοιφῆς τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 139.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cygne, oiseau.
Étymologie: R. Καν, résonner, retentir, avec redoubl.
English (Autenrieth)
swan.
Greek Monolingual
ο (AM κύκνος)
γένος χηνόμορφων πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ανατίδες («κύκνου δίκην τὸν ὕστατον μέλψασα θανάσιμον γόον», Αισχύλ.)
νεοελλ.
αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου
αρχ.
1. κωμ. αυτός που τραγουδά κακόφωνα, κακόφωνος («βατράχων κύκνων θαυμαστά», Αριστοφ.)
2. μτφ. αοιδός, ψάλτης, υμνωδός
3. είδος πλοίου
4. ονομασία ενός κολλυρίου για τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα keuk- «λάμπω, είμαι φωτεινός» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. śocati «λάμπω» και śuk-rά- «φωτεινός», οπότε η αρχική σημασία του θα πρέπει να ήταν «λευκός». Τό δανείστηκε από την Ελληνική η Λατινική (πρβλ. λατ. cycnus).
ΠΑΡ. κύκνειος, κυκνίας
αρχ.
κυκνάριον, κυκνίτις
μσν.
κυκνικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. κυκνοκάνθαρος, κυκνόμορφος, κυκνόπτερος, κύκνοψις
αρχ.-μσν.
κυκνόθρεπτος
μσν.
κυκνογενής.