συνεπιρρώννυμι

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιρρώννῡμι Medium diacritics: συνεπιρρώννυμι Low diacritics: συνεπιρρώννυμι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΡΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: synepirrṓnnymi Transliteration B: synepirrōnnymi Transliteration C: synepirronnymi Beta Code: sunepirrw/nnumi

English (LSJ)

   A help to strengthen or support, τοὺς Ἕλληνας Plu.Alex.33, cf. Brut.49:—Pass., of language, to be based firmly at the same time on, τοῖς ὕψεσι Longin.11.2.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιρρώννῡμι: συμβοηθῶ ἐνισχύων, ὑποστηρίζων, παρεκάλει τοὺς θεούς... ἀμῦναι καὶ συνεπιρρῶσαι τοὺς Ἕλληνας Πλουτ. Ἀλέξ. 33, κτλ. ― Παθητ., ἐπὶ τῆς γλώσσης, ὡσαύτως ἐνισχύομαι, Λογγῖν. 11. 2.

French (Bailly abrégé)

contribuer à fortifier, à affermir, acc..
Étymologie: σύν, ἐπιρρώννυμι.

Greek Monolingual

Α
1. βοηθώ, υποστηρίζω
2. παθ. συνεπιρρώνυμαι
(για γλώσσα) ενισχύομαι ταυτοχρόνως με κάτι άλλο («ἀτονεῑ καὶ κενοῡται τὸ ἔμπρακτον αὐτῶν μὴ τοῡς ὕψεσι συνεπιρρωννύμενον», Λογγίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιρρώννυμι «ενθαρρύνω, ενδυναμώνω»].

Greek Monolingual

Α
1. βοηθώ, υποστηρίζω
2. παθ. συνεπιρρώνυμαι
(για γλώσσα) ενισχύομαι ταυτοχρόνως με κάτι άλλο («ἀτονεῑ καὶ κενοῡται τὸ ἔμπρακτον αὐτῶν μὴ τοῡς ὕψεσι συνεπιρρωννύμενον», Λογγίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιρρώννυμι «ενθαρρύνω, ενδυναμώνω»].