δρυμός
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
English (LSJ)
ὁ,
A copse, thicket, S.OT1399, SIG57.28 (Milet., v. B.C.), E. Hipp.1127 (lyr.), Tab.Heracl.1.19, PLille 5.13 (iii B. C.), LXXEc.2.6, Plb.2.15.2, AP7.544, etc.: pl., A.Fr.304.10, Theoc.1.117, AP6.13 (Leon.), 9.4 (Cyllen.), 84 (Antiphan.), Plu.Comp.Per.Fab.1. II Hom. has only pl., δρῠμά, τά, Il.11.118, Od.10.150, 197, 251, also in Simm.15 (prob.); δρῡμά in late Ep., D.P.492, Opp.C.1.64. III δρυμός· φρούριον, Hsch., perh. in this sense in PPetr.2p.140. (Cf. Skt.drumá- 'tree', Slav.dr[ucaron]m[ucaron] 'thicket': ῠ is original, ῡ borrowed from δρῦς.)
German (Pape)
[Seite 668] ὁ, der Wald, der Eichenwald. Verwandt δρῦς, δόρυ, δένδρεον, δρίος; vgl. Sanskrit. drumas »Baum«, Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 1, 204. Bei Homer δρυμός viermal, in der Pluralform τὰ δρῦμά, mit kurzem υ: Odyss. 10, 251 ᾔομεν ἀνὰ δρυμά, Odyss. 10, 150. 197 Iliad. 11, 118 διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην, δρυμά und ὕλην stehn παραλλήλως. – Sing. δρυμός Soph. O. R. 1399; δρυμὸς ὄρειος Eur. Hipp. 1128; δρυμὸν ἔνθηρον Rhes. 289; δρυμοῖς Bacch. 1229; δρυμοὺς ἐρήμους Aeschyl. ap. Aristot. H. A. 9, 36 (fragm. Dindf. no 291); Plural δρυμοί auch Antiphan. 6 (IX, 84) Plut. Pericl. et Fab. 1. Plural τὰ δρῦμά sp. Ep., Nic. Th. 222 Qu. Sm. 2, 382. Bei D. Per. 492 u. Opp. Cyn. 1, 64 δρυμά.
Greek (Liddell-Scott)
δρυμός: ὁ, (δρῦς) ἄλσος ἐκ δρυῶν· ἐν γένει, δάσος. Ὁ Ὅμηρος μεταχειρίζεται τὸν ἑτερογενῆ πληθ. δρυμά, Ἰλ. Λ. 118, Ὀδ. Κ. 150, 197, 251· ἀλλ’ αἰτ. πληθ. δρυμοὺς ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305.10, Πλουτ. Περικλ. καί Φαβ. 1·- ὁ ἑνικ. ἀπαντᾷ ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1399, Εὐρ. Ἱππ. 1127. [Ἐν τῷ ἑνικῷ ἀείποτε δρῡμός· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ. ὁ Ὅμηρ. ἔχει ἀείποτε δρῠμά· δρῡμὰ δὲ μόνον παρὰ μεταγ. Ἐπικοῖς, Herm. Ὀρφ. Ἀργ. 681].
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
pl. οἱ δρυμοί ou τὰ δρυμά;
1 forêt de chênes;
2 forêt, bois en gén.
Étymologie: δρῦς.
Spanish (DGE)
(δρῡμός) -οῦ, ὁ
• Morfología: [sg. gen. -οῖο Theoc.1.72, A.R.4.1684, dór. -ῶ TEracl.1.19 (IV a.C.); plu. ac. dór. -ώς Call.Lau.Pall.116, Theoc.1.117, Bio 1.20; dat. -οῖσι E.Cyc.447, Theoc.20.36, AP 6.183 (Zos.), Triph.369, Opp.C.2.445, Colluth.355]
1 espesura, bosque, en esp. encinar sin que gener. pueda distinguirse δρυμοῖς ὀρείοις Telest.1(a).2, cf. E.Hipp.1127, δρυμοὺς ἐρήμους καὶ πάγους ἀποικιεῖ S.Fr.581.10, op. νάπος X.Cyn.10.19, τῶν δρυμῶν ἐμπρησθέντων ὑπό τινων ποιμένων Arist.Mir.837a24, πεποίκιλται ... βαθυξύλοις δρυμοῖς Arist.Mu.392b18, τὸ ... τῶν βαλάνων πλῆθος τὸ γινόμενον ἐκ τῶν ... δρυμῶν Plb.2.15.2, cf. S.OT 1399, E.Ba.1229, Cyc.447, Rh.289, Milet 1(3).133.28 (V a.C.), TEracl.l.c., IGDS 196.1.68 (Halesa II a.C.), Theoc.1.72, 117, Bio l.c., A.R.3.581, Plb.12.4.13, Posidon.239, AP 6.183.5 (Zos.), D.H.1.37, D.S.3.46, Str.12.7.3, Paus.8.23.9, Aesop.49.2, D.Chr.7.14, Lyc.794, Longus 1.9.1, Triph.l.c., Opp.C.l.c., Iul.Mis.359b, Orph.H.36.10, TAM 3(1).104.9 (Termeso III d.C.), Colluth.l.c., en interp. alegór. del AT δρυμὸν δασὺν καλεῖ τὸ πλῆθος τὸ ἄκαρπον Thdt.Is.4.82
•sobrenombre de Menandro, un discípulo de Diógenes, D.L.6.84.
2 pap., en Egipto ciénaga, terreno pantanoso explotado para la pesca en la época de la inundación, para cultivo de papiro y cañas en la estación húmeda y como pasto para el ganado en la estación seca PLond.1955.4, PLille 5.13 (ambos III a.C.), τῶν συνήθων ὑδάτων δεόντων κατελθεῖν εἰς τὸν ... δρυμὸν ἕως πλησθῇ PWisc.34.6 (II d.C.), ἐπιτηρηταὶ ἰχθυηρᾶς δρυμῶν PFay.42a.ue.2, cf. PTeb.359.5, PSAAthen.35.7 (todos II d.C.), ἐπιτηρηταὶ νομῶν καὶ δρυμῶν Θεαδελφείας POsl.91.28, cf. PRyl.98a.3 (ambos II d.C.), μισθωτὴς οὐσιακὸς δρυμοῦ περὶ κώμην Θεαδέλφειαν PMich.617.2, cf. PTeb.308.4 (ambos II d.C.).
Greek Monolingual
ο (AM δρυμός
Α πληθ. δρυμοί, οι
δρυμά, τα) δρυς
1. δάσος δρυών
2. δάσος με μεγάλα δέντρα, σύνδενδρος τόπος
νεοελλ.
φρ. «εθνικός δρυμός» — προστατευόμενη δασώδης περιοχή
αρχ.
φρούριο.
Greek Monotonic
δρῡμός: ὁ, ετερογενής πληθ. δρῠμά (δρῦς), άλσος από βελανιδιές και γενικά, άλσος, δάσος· μόνο στον πληθ. δρυμά, σε Όμηρ.· δρυμός στο Σοφ., Ευρ.