πολεμίζω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
Il.1.168,al.; Ep. inf.
A πολεμιζέμεναι 9.337:—also πτολεμίζω (metri gr.), 8.428, al.: fut. πολεμίζω or πτολεμίζω, 24.667, 2.328:—poet. form of πολεμέω, wage war, fight, τινι with one, Il.9.337, al.; π. Διὸς ἄντα, Ἀχιλῆος ἐναντίβιον, 8.428, 20.85; μετ' Ἀχαιοῖσιν jointly with . ., 9.352; ἄπρηκτον πόλεμον π. 2.121; τόζῳ π. Pi.O.9.32 (nisi leg. πελεμ-) ; τῇ γλώττῃ Ar.Nu.419:—Med., Pi.N.8.29 (nisi leg. πελεμ-). II trans., war or fight with, ῥηΐτεροι πολεμίζειν Il.18.258:—Pass., Opp.C.3.209.
German (Pape)
[Seite 653] ep. auch πτολεμίζω, fut. πολεμίσω, dor. u. ep. πολεμίξω, poet. = πολεμέω, Krieg führen, kämpfen, fechten; εἵνεκα Ἑλένης Τρωσὶν πολεμίζω, gegen die Troer, Il. 19, 325, u. öfter; πόλεμον, 2, 121; auch ἄντα τινός u. ἐναντίβιόν τινος, 8, 428. 20, 85. 21, 477; aber μετά τινι ist = mit Einem verbündet, unter, 9, 352; τόξῳ πολεμίζων, Pind. Ol. 9, 34; I. 1, 50 u. einzeln bei folgdn Dichtern. – Selten trans., bekriegen, ῥηΐτεροι πολεμίζειν, Il. 18, 258; u. pass., παιδὶ λυγρῷ πολεμιζομένῳ μήτηρ ἐπαμύνει, Opp. Cyn. 3, 209.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμίζω: συχν. παρ’ Ὁμ., Ἐπικ. πτολεμίζω (χάριν τοῦ μέτρου) Ἰλ. Β. 328, Θ. 428, κτλ.· μέλλ. -ίξω Ἰλ. Κ. 451, Ω. 667· ― ποιητ. τύπος τοῦ πολεμέω, κάμνω πόλεμον, πολεμῶ, μάχομαι, τινὶ πρός τινα, Ὅμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ἰλ.)· π. ἄντα τινός, ἐναντίβιόν τινος Ἰλ. Θ. 428, Υ. 85· μετά τινι, ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, ὡς σύμμαχος, Θ. 352· ἄπρηκτον πόλεμον π. Β. 121· τόξῳ πολ. Πινδ. Ο. 9. 49· τῇ γλώττῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 419· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πινδ. Ν. 8. 50. ΙΙ. ὡς παθ., πολεμοῦμαι, ῥηίτεροι πολεμίζειν, ἀντὶ τοῦ πολεμίζεσθαι, μᾶλλον εὐκαταγώνιστοι, Ἰλ. Π. 258. ― Παθ., Ὀππ. Κυν. 3. 209.
French (Bailly abrégé)
f. épq. πολεμίξω;
1 intr. faire la guerre, guerroyer;
2 tr. attaquer par une guerre, acc..
Étymologie: πόλεμος.
English (Autenrieth)
fut. -ίξομεν: fight, war; πόλεμον, Il. 2.121; ‘to fight with,’ Il. 18.258.
English (Slater)
πολεμίζω
1 battle ἀργυρέῳ τόζῳ πολεμίζων Φοῖβος (πελεμίζων coni. Thiersch) (O. 9.32) ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν (I. 1.50)
Greek Monolingual
ΜΑ, επικ. τ. πτολεμίζω, Α πόλεμος
πολεμώ εναντίον κάποιου, καταπολεμώ κάποιον
αρχ.
διεξάγω πόλεμο, μάχομαι.
Greek Monotonic
πολεμίζω: Επικ. πτολεμίζω, μέλ. -ίξω, ποιητ. τύπος του πολεμέω·
I. διεξάγω πόλεμο, κάνω πόλεμο, μάχομαι, τινί με κάποιον, σε Όμηρ.· πολεμίζω ἄντα τινός, ἐναντίβιόν τινος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης σε Μέσ., Πίνδ.
II. μάχομαι με, απόλ. ῥηΐτεροι πολεμίζειν, σε Ομήρ. Ιλ.