κακκάβη
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
[ᾰ] (A), ἡ,
A three-legged pot (= Χύτρα, Ath.4.169c), Ar.Fr. 215, Antiph.217.3, Dorioap.Ath.8.338a: κάκκᾰβος, ὁ, Nicoch.14, Antiph.182.4, 249: κάκαβος, ἡ, Alex.Trall.3.7: κακάβη, ἡ, Gal.14.309.
κακκάβη [ᾰ] (B),
A partridge, so called from its cry, Ath.9.390a.
German (Pape)
[Seite 1298] ἡ, 1) das Rebhuhn, πέρδιξ, nach seiner Stimme genannt, Ath. IX, 389 f, Hesych. – 2) ein dreibeiniger Tiegel, cacabus, Ar. bei Ath. IV, 169 c, vgl. VIII, 338 a.
Greek (Liddell-Scott)
κακκάβη: (Α), ἡ, = χύτρα, «τὴν χύτραν δ’ Ἀριστοφάνης... κακκάβην εἴρηκεν οὕτως: τὴν κακκάβην γὰρ κᾶε τοῦ διδασκάλου Ἀθήν. 169C (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 26), Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 3, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 338Α· ― ὡσαύτως κάκκᾰβος, ὁ, Νικοχ. ἐν «Λημνίαις» 4, Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 1. 3, (ἔνθα ἴδε Meineke), ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ 32· ― ὡσαύτως κάκκαβος, ἡ, Ἀλέξ. Τραλλ. 3. σ. 202· ἴδε Φρύν. σ. 427, Μοῖριν σ. 206, Ἡσύχ., Φώτ. καὶ Ζωναρ. σ. 1154. Φέρεται δὲ κάκκαβος, κακάβη, δι’ ἑνὸς κ, παρὰ Γαλην. 13. σ. 949D, 9947.
Greek Monolingual
(I)
κακκάβη, ἡ (Α)
κακκάβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πιθ. ακκαδ. kukkubu), την οποία από την ελλ. δανείστηκε με τη σειρά της η λατ. (πρβλ. λατ. cacabus «χύτρα»).
ΠΑΡ. αρχ. κακκάδιον.
ΣΥΝΘ. μσν. κακκαδοπυρφόρος].———————— (II)
κακκάβη, ἡ (Α)
η πέρδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από την κραυγή του πουλιού. Η κατάλ. επηρεασμένη πιθ. από τα κόναβος, θόρυβος. Αξιοσημείωτη ωστόσο η ομοιότητα του ακκαδ. kakkabanu «πέρδικα». Το λατ. ρήμα cacabare «κακκαβίζω» είναι δάνειο από την ελλ.
ΠΑΡ. κακκαβίζω.