πωρόω

From LSJ
Revision as of 10:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωρόω Medium diacritics: πωρόω Low diacritics: πωρόω Capitals: ΠΩΡΟΩ
Transliteration A: pōróō Transliteration B: pōroō Transliteration C: poroo Beta Code: pwro/w

English (LSJ)

(πῶρος)

   A petrify, λίθος πεπωρωμένος Ael.NA10.13.    II cause a stone or callus to form:—Pass., of a stone forming in the bladder, Hp.Aër.9.    2 unite fractured bones by a callus, Id.Fract.47 (Pass.), Dsc.1.70,84:—Pass., become hard, Arist.Aud.802b8, Thphr.HP4.15.2; become thickened, coagulated, Hp.Steril. 222.    III in Pass., become insensible, of the flesh, ὑπὸ τῆς πεπωρωμένης ἐκ τοῦ στέατος σαρκός Nymphis 16: metaph., become insensible, obtuse, or blind, of the heart, Ev.Marc.6.52, 8.17, Ep.Rom.11.7; πεπώρωνται γὰρ ἀπὸ ὀργῆς οἱ ὀφθαλμοί μου LXX Jb.17.7.

German (Pape)

[Seite 828] blind machen, wie πηρόω, zw. versteinern, verhärten, bes. harte Geschwulst, Knochenverhärtung verursachen, Medic. Auch durch einen Knochengallert, callus, gebrochene Knochen wieder verbinden, heilen, Medic. – Uebertr., verhärten, gefühllos machen, σαρκὸς ἐκ τοῦ στέατος πεπωρωμένης, Ath. XII, 540; auch geistig, N. T. u. LXX.

Greek (Liddell-Scott)

πωρόω: μέλλ. -ώσω, (πῶρος) λιθοποιῶ, ἀπολιθώνω, σκληρύνω, εἰς λίθον μεταβάλλω, Πισίδης παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. Παθ., πωροῦμαι, γίνομαι πῶρος, μεταβάλλομαι εἰς πώρινον λίθον ἐν τῇ κύστει, ἐπὶ τοῦ πινομένου ὕδατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286. 2) ἑνώνω ὀστοῦν κατεαγὸς διὰ τῆς πωρώδους ὕλης (πρβλ. πῶρος 5), Ἱππ. π. Ἀγμ. 779, Διοσκ. 1. 89, 112 (111). Παθ., σκληρύνομαι, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 38, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 15, 2. ΙΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ παθ., σκληρύνομαι, γίνομαι ἀναίσθητος, πωροῦμαι, ἐπὶ τῆς καρδίας, Εὐαγγ. κατὰ Μάρκ. ς΄, 52, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ια΄, 7· καὶ (ὅτανλόγος περὶ ὀφθαλμῶν) ἀποτυφλοῦμαι, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΖ΄, 7).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rendre calleux, durcir.
Étymologie: πῶρος.

English (Strong)

apparently from poros (a kind of stone); to petrify, i.e. (figuratively) to indurate (render stupid or callous): blind, harden.

English (Thayer)

πώρω: 1st aorist ἐπωρωσα (T Tr WH); perfect πεπώρωκα; perfect passive participle πεπωρωμενος; 1st aorist passive ἐπωρωθην; (πῶρος, hard skin, a hardening, induration); to cover with a thick skin, to harden by covering with a callus (R. V. everywhere simply to harden): metaphorically, καρδίαν, to make the heart dull, to grow hard or callous, become dull, lose the power of understanding: τά νοήματα, ἡ καρδία, Mark , p. 78f; on Romans , ii., p. 451f. (Hippocrates (430 B.C.>), Aristotle, others.))

Greek Monotonic

πωρόω: μέλ. -ώσω, απολιθώνω, μετατρέπω σε πέτρα· μεταφ. στην Παθ., γίνομαι σκληρός όπως η πέτρα, γίνομαι αναίσθητος, λέγεται για την καρδιά, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πωρόω [πῶρος] hard maken; overdr.. ἐπώρωσεν αὐτῶν τὴν καρδίαν hun hart heeft hij versteend NT Io. 12.40. pass. overdr. hard worden, ongevoelig worden:; ἦν αὐτῶν ἡ καρδία πεπωρωμένη hun hart was ongevoelig NT Marc. 6.52; geneesk. nierstenen vormen; Hp. Aër. 9; aangroeien (van botten). ἡ χείρ... εἰ πωρωθείη als het bot van de (gebroken) hand weer aangroeit Hp. Fract. 47.