δεχήμερος
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ον,
A for ten days, lasting ten days, θυσία Pl.Ep.349d; ἐκεχειρία δ. truce terminable at ten days' notice (or, renewable every ten days), Th.5.26; ἀνοχαί Plb.20.9.5; σπονδαὶ Th.6.7,10; written δεκ- BGU812i11 (ii/iii A. D.). II δεχήμερον, τό, a space of ten days, Poll.1.63.
German (Pape)
[Seite 554] zehntägig, Thuc. 5, 26; Plat. u. Folgde; τὸ δεχήμερον, Poll. 1. 63, Zeit von zehn Tagen.
Greek (Liddell-Scott)
δεχήμερος: -ον, ἐπὶ δέκα ἡμέρας, διαρκῶν δέκα ἡμέρας, Ἐπ. Πλάτ. 349D· ἐκεχειρία δεχ. ἀνακωχὴ δέκα ἡμερῶν, Θουκ. 5. 26, πρβλ. Πολύβ. 20. 9, 5, πρβλ. Λίβ. 24. 27· σπονδαὶ δεχ. Θουκ. 6. 7, 10. ΙΙ. δεχήμερον, τό, διάστημα δέκα ἡμερῶν, Πολυδ. Α΄, 63.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dure dix jours.
Étymologie: δέκα, ἡμέρα.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δεκημ- BGU 812.1.10 (II/III d.C.)
1 que dura diez días θυσία Pl.Ep.349d, διέχουσι ... αἱ νῆσοι αὗται Tερηδόνος ... δεχήμερον πλοῦν Str.16.3.4
•que se termina a los diez días ἀνοχαί Plb.20.9.5, 10.12, D.H.3.16.1, σπονδαί Th.6.7, 10, ἐκεχειρία δ. tregua renovable cada diez días Th.5.26, δεχήμεροι ἐπισπονδαί tregua adicional de diez días Th.5.32.
2 subst. ἡ δ. período de diez días, decena de días, como una tercera parte del mes ἐν τῇ ᾱ δεχημέρῳ PPetr.3.121(b).2 (III a.C.), cf. PHib.53.2, PSI 382.14 en BL 6.175, PGurob 6.4 en BL 7.65, PPetr.3.134.3 (todos III a.C.), Poll.1.63
•como plazo de diez días τῆς δεχημέρου διελθούσης κ(αὶ) μηδεμιᾶς ἀποδόσεως γενομένης PIand.145.2 (III d.C.).
Greek Monolingual
δεχήμερος, -ον (Α)
1. αυτός που διαρκεί δέκα ημέρες («ἐκεχειρία δεχήμερος» — ανακωχή που μπορεί να τερματιστεί με την πάροδο δέκα ημερών ή που ανανεώνεται κάθε δέκα μέρες)
2. το ουδ. ως ουσ. το δεχήμερον
το δεκαήμερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ημέρα με τροπή του -κ- σε -χ- μπροστά από δασυνόμενο φωνήεν (πρβλ. δεχάμματος)].
Greek Monotonic
δεχήμερος: -ον (ἡμέρα), δεκαήμερος, αυτός που διαρκεί δέκα ημέρες· ἐκεχειρία δεχ., ανακωχή που ορίζεται με προθεσμία δέκα ημερών, σε Θουκ.· σπονδαὶ δεχ., στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δεχήμερος: десятидневный (θυσία Plat.; ἐκεχειρία Thuc.; ἀνοχαί Polyb.).