Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔδιος

From LSJ
Revision as of 21:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔδιος Medium diacritics: εὔδιος Low diacritics: εύδιος Capitals: ΕΥΔΙΟΣ
Transliteration A: eúdios Transliteration B: eudios Transliteration C: eydios Beta Code: eu)/dios

English (LSJ)

ον,

   A calm, fine, clear, of air, weather, sea, ἄνεμος X.HG1.6.38 (Comp.); εὔδια πάντα Theoc.22.22; ἁλὸς ἄκραι A.R.1.521, etc.; warm, mild, χειμών Hp.Aër.10; peaceful, εὔ. καὶ γαληνὸς βίος Ph.1.411; of persons, mild, gracious, εὐδίhα the Gracious one, Inscr. Cypr. in Berl.Sitzb.1911.639, cf. Opp.H.4.29; τὸ εὔδιον τοῦ προσώπου M.Ant.6.30: neut. εὔδιον, εὔδια, as Adv., Opp.C.1.44, AP10.14.1 (Agath.): Comp. -αίτερος X. l.c.: Sup. -εστάτη [χώρη] Hp.Aër. 12.    II in fine weather, κέπφοι εὔδιοι ποτέονται Arat.916; bringing fine weather, Orph.H.38.24. (For εὔδιϝος, cf. Ζεύς.) [ῐ in εὐδία, εὔδιος, exc. metri gr., Orph. l.c., Arat. l.c.]

German (Pape)

[Seite 1062] (Ζεύς, Διός), still, ruhig, heiter (vgl. εὐδιεινός u. εὐδία), bes. bei Sp. von dem Ruhen der Stürme, ἐκ δ' ἀνέμοιο εὔδιοι ἐκλύζοντο – ἄκραι Ap. Rh. 1, 521; κλίμα Strab. III p. 144; νῆσος ποιοῦσα εὔδιον τὸν λιμένα D. Sic. 12, 61, wie Luc. pisc. 29; τὰ πρὸς πλόον εὔδια πάντα Theocr. 22, 22; bei heiterm Wetter Etwas thuend, Arat. 991 u. öfter; oft übertr., εὔδιος καὶ ἥδιστος βίος, ruhig, heiter, poet., u. ähnl., wie ποτὲ μὲν φαίνεις πολὺν ὑετόν, ἄλλοτε δ' αὖτε εὔδιος Ep. ad. 37 (XII, 156); πρηΰς τε καὶ εὔδιος ἄμμιν ἱκάνοις Opp. H. 4, 29; vgl. Jacobs zu Philostr. 20, 17; τὸ εὔδιον τοῦ προσώπου M. Ant. 6, 29; – εὔδιον steht adverb., Opp. Cyn. 1, 44, wie εὔδια πόντος πορφύρεται Agath. (X, 14). – Bei Hippocr. mild, in Beziehung auf die Wärme, χειμὼν μήτε λίην εὔδιος μήτε ὑπερβάλλων τῷ ψύχει. Vgl. oben εὐδιαίτερος. Hippocr. hat auch den superl. εὐδιεστάτη. [ι wird von Arat. u. Orph., wenn die letzte Sylbe lang ist, auch lang gebraucht.]

Greek (Liddell-Scott)

εὔδιος: -ον, (ἴδε ἐν λέξ. δῖος): -γαλήνιος, καθαρός, λαμπρός, επὶ ἀέρος, καιροῦ, θαλάσσης, ἄνεμος Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 38˙ εὔδια πάντα Θεόκρ. 22. 22˙ ἁλὸς ἄκραι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 521, κτλ.˙ θερμός, μαλακός, ἤπιος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χειμέριος, Πινδ. Π. 5. 12˙ χειμὼν Ἱππ. π. Ἀέρ. 287˙ ἐπὶ προσώπων, ἤπιος, φαιδρός, εὔχαρι, Ὀππ. Ἁλ. 4. 29˙ τὸ εὔδιον τοῦ προσώπου Μ. Ἀντων. 6. 30: - οὐδ. εὔδιον, εὔδια, ὡς Ἐπίρρ. Ὀππ. Κυν. 1. 44, Ἀνθ. Π. 10. 14: - ἀνώμαλ. Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. εὐδιέστερος, -έστατος Ἰππ. π. Ἀέρ., ἔνθ’ ἀνωτ.˙ εὐδιαίτερος Ξεν., ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐξερχόμενος ἢ ἀσχολούμενος ἐν καλοκαιρίᾳ, Ἄρατ. 916˙ φέρων ὡραῖον καιρόν, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 24. Ἐκ τῆς ποσότητος τοῦ δῖος θὰ ἐνόμιζέ τις ὅτι τὸ ι εἶναι μακρὸν ἐν τῷ εὔδιος, εὐδία, κτλ.˙ ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ ἔχουσιν ῐ ἐν ἀμφοτέροις˙ μόνον ἐν Ὀρφ., ἔνθ’ ἀνωτ., ἐν ἄρσει ῑ ὡς καὶ ἐν Ἀράτ. 784, 823, 850: ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 15, 4 ὁ Βεκκῆρος ἔγραψεν εὐδῖαι, ἴσως κατὰ λάθος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
calme, tranquille, serein ; à l’abri du vent ou du mauvais temps;
Cp. εὐδιαίτερος, Sp. εὐδιέστατος.
Étymologie: εὖ, δῖος.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ εὔδιος, -ον) ευδία
(για καιρό, αέρα, θάλασσα κ.λπ.) γαλήνιος, ήσυχος, λαμπρός, ανέφελος («χειμὼν εὔδιος», Ιπποκρ.)
μσν.-αρχ.
(για πρόσ.) φαιδρός, ήπιοςεὔδιοςψυχή», Ιουστ.)
αρχ.
1. ειρηνικός, ήσυχοςεὔδιος καὶ γαληνὸς βίος», Φίλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔδιον
η ιδιότητα του ευδίου («τὸ εὔδιον τοῡ προσώπου», Μαρκ. Αυρ.)
3. αυτός που ασχολείται με κάτι όταν είναι καλοκαιρία
4. αυτός που φέρνει καλοκαιρία.
επίρρ...
εὔδιον και εὐδία (Α), εὐδίως (Μ)
με γαλήνη, ήσυχα.

Greek Monotonic

εὔδιος: -ον (δῖος), γαλήνιος, ήρεμος, καλός, ωραίος, λαμπρός, καθαρός, λέγεται για τον καιρό, για τη θάλασσα κ.λπ., σε Ξεν., Θεόκρ.· ουδ. εὔδιον, εὔδια, ως επίρρ., σε Ανθ.· ανώμ. συγκρ. εὐδιαίτερος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὔδιος: 1) спокойный, тихий (λιμήν Diod., Luc.; πρὸς πλόον Theocr.);
2) теплый, мягкий (ἄνεμος Xen.);
3) спокойный, ясный, веселый (sc. ἀνήρ Anth.).