μεγαλοψυχία

From LSJ
Revision as of 19:55, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοψῡχία Medium diacritics: μεγαλοψυχία Low diacritics: μεγαλοψυχία Capitals: ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΙΑ
Transliteration A: megalopsychía Transliteration B: megalopsychia Transliteration C: megalopsychia Beta Code: megaloyuxi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A greatness of soul, highmindedness, lordliness, Democr.46, Isoc.9.59, Arist.EN1107b22, 1123a34, Plb.10.40.6, etc.; μ. τῶν ἔργων D.23.205, cf. D.S.1.58; generosity, πρός τινας IG22.1326.25: pl., Plb.1.64.5.    2 in bad sense, arrogance, D.18.68, v.l. in Luc.Tim.28.    3 Quixotism, Pl.Alc.2.150c.

German (Pape)

[Seite 108] ἡ, Großmuth, Seelengröße, edle Gesinnung, Plat. Alc. II, 150 c, wobei μεγαλόψυχος zu vgl.; Arist. Eth. 4, 3, der sie 2, 7 der μικροψυχία u. der χαυνότης als die rechte Mitte entgegensetzt; vgl. S. Emp. adv. phys. 1, 161; bes. Freigebigkeit, Pol. 10, 40, 6 u. öfter; Luc. pro Imag. 9. Uebh. Großartigkeit, τῶν πεπραγμένων, D. Sic. 1, 58.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοψῡχία: ἡ, ἀρετὴ μεγάλων εὐεργετημάτων ποιητική, Ἰσοκρ. 201Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3· ὡσαύτως, παραπλησίως τῷ μεγαλοπρέπεια, Πολύβ. 10. 40, 6, κτλ. · μ. τῶν ἔργων Δημ. 689. 2, πρβλ. Διόδ. 1. 58. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερηφανία, ὑπεροψία, Δημ. 247. 18· - παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. 2. 150C, ὡς ἠπιωτέρα λέξις ἀντὶ τοῦ ἀφροσύνη, «δογκιχωτισμός».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 magnanimité;
2 en mauv. part arrogance.
Étymologie: μεγαλόψυχος.

Greek Monolingual

και μεγαλοψυχιά, η (ΑM μεγαλοψυχία, Α ιων. τ. μεγαλοψυχίη, Μ και μεγαλοψυχιά) μεγαλόψυχος
η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα του μεγαλόψυχου, μεγαλείο ψυχής, υψηλό φρόνημα, γενναιοφροσύνη
νεοελλ.
συνεκδ. καρτερικότητα, υπομονητικότητα
μσν.
γενναιότητα
αρχ.
1. μεγαλοπρέπεια, επιβλητικότητα
2. γενναιοδωρία
3. (με κακή σημ.) περηφάνια, έπαρση, υπεροψία
4. ψεύτικη επίδειξη ανδρείας, καυχησιολογία, ψευτοπαλικαρισμός («τῇ μὲν γὰρ Λακεδαιμονίων εὐχῇ διὰ τὴν μεγαλοψυχίαν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μεγᾰλοψῡχία: ἡ,
1. μεγαλείο ψυχής, μεγαλοψυχία, σε Αριστ.· με αρνητική σημασία, αλαζονεία, σε Δημ.
2. λέγεται για πράγματα, μεγαλοπρέπεια, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοψῡχία:
1) душевное величие, возвышенный образ мыслей, благородство Arst.;
2) восторженность, пылкость Plat.;
3) величие, великолепие (τῶν πεπραγμένων Diod.);
4) великодушие, щедрость Polyb.;
5) высокомерие, надменность Dem.