συζητέω

From LSJ
Revision as of 08:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συζητέω Medium diacritics: συζητέω Low diacritics: συζητέω Capitals: ΣΥΖΗΤΕΩ
Transliteration A: syzētéō Transliteration B: syzēteō Transliteration C: syziteo Beta Code: suzhte/w

English (LSJ)

   A search or examine together with, τινι Pl.Cra.384c, etc.; τινὶ περί τινος Id.Men.90b:—Pass., to be discussed, Demetr.Lac. Herc.1006 tit.    II σ. τινί or πρός τινα dispute with... Act.Ap.6.9, 9.29, cf. POxy.1673.20 (ii A.D.); σ. πρὸς αὑτούς Ev.Marc. 1.27, Ev.Luc.22.23.

German (Pape)

[Seite 972] mit, zugleich, zusammen suchen, untersuchen; Plat. Crat. 384 c; συνεζητηκότες, S. Emp. adv. phys. 1, 358.

Greek (Liddell-Scott)

συζητέω: ἐρευνῶ ἢ ἐξετάζω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλάτ. Κρατ. 384C, κτλ.· τινὶ καὶ μετά τινος, περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 90Β. ΙΙ. σ. τινὶ ἢ πρός τινα, ὡς καὶ νῦν, συζητῶ ἢ φιλονεικῶ μετά τινος, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 9., θ΄, 29· σ. πρὸς αὐτοὺς Εὐαγγ. κ. Μάρκ. α΄, 27, πρβλ. κατὰ Λουκ. κβ΄, 23.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire des recherches avec, τινι;
2 discuter avec, τινι.
Étymologie: σύν, ζητέω.

English (Strong)

from σύν and ζητέω; to investigate jointly, i.e. discuss, controvert, cavil: dispute (with), enquire, question (with), reason (together).

English (Thayer)

(L T Tr WH συνζητέω (cf. σύν, II. at the end)), συζήτω; imperfect 3rd person singular συνεζήτει;
a. to seek or examine together (Plato).
b. in the N. T. to discuss, dispute (question (A. V. often)): absolutely (τίνι, with one, R G L); πρός τινα, T Tr WH), 16 (where read πρός αὐτούς, not with bez elz G πρός αὑτούς (see αὑτοῦ, p. 87)); πρός ἑαυτούς (L Tr WH marginal reading or πρός αὑτούς Rbez elz G) equivalent to πρός ἀλλήλους, T WH text simply αὐτούς as subjunctive); πρός ἑαυτούς with the addition of an indirect question τό τίς etc. with the optative (cf. Buttmann, § 139,60; Winer's Grammar, § 41b. 4c.), τί, with the indicative, Mark 9:10.

Greek Monotonic

συζητέω: μέλ. -ήσω,
I. αναζητώ, ερευνώ ή εξετάζω από κοινού με κάποιον, με δοτ., σε Πλάτ.
II. συζητέω τινί ή πρός τινα, συνομιλώ με κάποιον, κουβεντιάζω, συνδιαλέγομαι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συζητέω: 1) вместе искать, совместно исследовать (τινι περί τινος или μετά τινος Plat., Sext.);
2) вступать в спор, спорить (τινι и πρός τινα NT);
3) (тж. σ. αὐτούς, v. l. πρὸς ἑαυτούς NT) спрашивать друг друга (τί ἐστιν τοῦτο NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συζητέω [σύν, ζητέω] samen (met...) zoeken, samen (met...) onderzoeken; met dat. discussiëren (met), redetwisten (met), met dat., met πρός + acc.: σ. πρὸς ἑαυτούς zich onder elkaar afvragen NT.