κρόκη
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
ἡ, heterocl. acc.
A κρόκα Hes.Op.538, nom. pl. κρόκες AP6.335 (Antip.): nom. κρόξ only in Hsch.: (κρέκω):—thread which is passed between the threads of the warp, woof, Hes. l.c., Hdt.2.35, Pl. Plt.282d, 282e, Cra.388b; κ. καὶ στήμων PLille6.12 (iii B. C.); νῶσαι μαλθακωτάτην κ. Eup.319, cf. Men.892; κρόκας ἐμβάλλειν Arist.HA 623a11. 2 generally, thread, Hp.Morb.2.18, Luc.Nav.26, etc. 3 = κροκύς, flock or nap of woollen cloth, ἐν Ἐκβατάνοισι γίγνεται κρόκης χόλιξ; Ar.V.1144: pl., μαλακαῖσι κρόκαις with cloths of soft wool, Pi.N. 10.44; κρόκαισι with flocks of wool, S.OC474; τρίβωνες ἐκβαλόντες . . κρόκας having lost the nap, worn out, E.Fr.282.12; τῆς κ. φορουμένης the wool being torn to pieces, Ar.Lys.896, cf. Th.738; κρόκη θαψίνη yellow wool, IG12.330.17. II = κροκάλη, pebble on the sea-shore, Arist.Mech.852b29; ἐν κρόκῃσι on the pebbles of the shore, Lyc.107, 193, etc.
Greek (Liddell-Scott)
κρόκη: ἡ: προσέτι ὡς ἐξ ὀνομ. *κρόξ, ἑτερόκλ. αἰτιατ. κρόκα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536, ὀνομαστ. πληθ. κρόκες Ἀνθ. Π. 6. 335· (κρέκω)· ― τὸ ὑφάδι τὸ ὁποῖον εἰσάγεται μεταξὺ τῶν νημάτων τοῦ στήμονος, Λατ. subtemen, Ἡσίοδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡρόδ. 2. 35, Πλάτ. Πολιτικ. 283Α, Κράτ. 388Β· νῆσαι μαλθακωτάτην κρ. Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 19, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 301· κρόκας ἐμβάλλειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 3· πρβλ. κροκονητική. 2) καθόλου, μίτος, κλωστή, Ἱππ. 467. 41, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 26, κτλ. 3) = κροκύς, ἐν Ἐκβατάνοισι γίγνεται κρόκης χόλιξ Ἀριστοφ. Σφ. 1144· ἐν τῷ πληθυντ., μαλακαῖς κρόκαις, μὲ ἐνδύματα ἐκ μαλακοῦ ἐρίου, Πινδ. Ν. 10. 83· κρόκαισι, διὰ μαλακῶν μαλλίνων ὑφασμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 474, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· τρίβωνες ἐκβαλόντες... κρόκας, ἀπολέσαντες τὴν μαλλωτὴν ἐπιφάνειαν, τετριμμένοι, Εὐρ. Ἀποσπ. 284. 12· τῆς κρόκης φορουμένης, κατασχιζομένης, Ἀριστοφ. Λυσ. 896, πρβλ. Θεσμ. 738. ΙΙ. ὡς τὸ κροκάλη, λίθος ἀπεστρογγυλωμένος, ψῆφος, χάλιξ ἐπὶ τῆς παραλίας, Ἀριστ. Μηχαν. 15, 1· ἐν κρόκῃσι, ἐπὶ τῶν χαλίκων τῆς παραλίας, Λυκόφρ. 107, 193, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
trame de tisserand (qu’on frappe avec la navette) ; p. ext. flocon de laine.
Étymologie: κρέκω ; cf. *κρόξ.
Greek Monolingual
(I)
η (Α κρόκη, αιτ. εν. και κρόκα, ονομ. πληθ. κρόκες)
το νήμα που περνά με τη σαΐτα στο στημόνι του αργαλειού, υφάδι («υφαίνουσι δέ... ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (γενικά) κλωστή, νήμα
2. κλωστή από μαλλί, κροκύς («τρίβωνες ἐκβαλόντες... κρόκας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. κρόκ-η < θ. κροκ- (του κρέκω «κρούω, υφαίνω»), που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα krok- της ΙΕ ρίζας krek- «πλήττω, χτυπώ» (πρβλ. κρέκω).
ΠΑΡ. κροκίδα(-ίς), κροκύδα(-ύς)
αρχ.
κρόκιον, κροκισμός, κροκώδης
αρχ.-μσν.
κροκώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό)αρχ. κροκονητική, κροκύφαντος. (Β' συνθετικό) αρχ. ανθόκροκος, λινόκροκος, μελάγκροκος, φοινικόκροκος.
(II)
κρόκη, ἡ (Α)
κροκάλη, βότσαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. του τ. κρόκη συνδέεται πιθ. με το κρέκω ή το κρόκη, ενώ ο παρλλ. τ. κροκάλη εμφανίζει επίθημα -άλη (πρβλ. αγκ-άλη) και συνδέεται με αρχ. ινδ. sarkarā «χοντρή άμμος, βότσαλο»].
Greek Monotonic
κρόκη: ἡ, επίσης (όπως αν προερχόταν από ονομ. *κρόξ), ετερόκλ. αιτ. κρόκα, ονομ. πληθ. κρόκες, σε Ανθ.· (κρέκω)·
1. κλωστή που περνάει ανάμεσα στα νήματα του στημονιού (στήμων, tela), υφαδι, Λατ. subtemen, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. κροκύς, κουβάρι, νήμα ή χνούδι μάλλινου ρούχου, ρούχο με κατσαρό μαλλί (χνούδι), σε Αριστοφ.· στον πληθ., μαλακαῖς κρόκαις, με ρούχα από μαλακό μαλλί, σε Πίνδ.· κροκαῖσι, με μάλλινα νήματα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κρόκη: ἡ
1) уток: εὐθυπλοκία κρόκης καὶ στήμονος Plat. прямое переплетение утка и основы;
2) нить (κ. ῥαγεῖσα Plut.): ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ἀπηρτῆσθαι погов. Luc. висеть на волоске;
3) шерстяное волокно, шерсть (θαλλοῖσιν ἢ κρόκαισιν ἐρέφειν Soph.);
4) pl. ткань (μαλακαὶ κρόκαι Pind.);
5) pl. галька, голыш (περὶ τοὺς αἰγιαλούς Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρόκη -ης, ἡ [~ κρέκω] inslag (van weefsel); wollen draad; uitbr. wollen kleding.
Frisk Etymological English
1
Meaning: thread of the woof
See also: s. κρέκω.
2
Grammatical information: f.
Meaning: rounded gravel-stone on the seashore (Arist., Lyc.); earlier attested κροκάλαι pl. (E. IA 210 [lyr.], AP, Agath.); unclear κροκάλην acc. sg. (AP 7, 294; adj.?).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Since Curtius 144 connected with Skt. śárkarā f. grit, gravel, which may agree in suffix with κροκάλη. Pok. 625 considers transposition from *κορκ- (= Skt. śark-) after κρόκη woof-thread. - Not better Charpentier ZDMG 73, 149f.: to Skt. kŕ̥śanam n. pearle (cf. Mayrhofer KEWA s. v.). - Cf. κροκόδιλος and σάκχαρ.