σύντριμμα
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
English (LSJ)
ατος, τό,
A fracture, Arist.Aud.802a34, LXX Le.21.19, Gal.18(2).850; abrasion, Asclep.Jun. ap. eund.13.346. II affliction, ruin, LXXIs.59.7, Je.3.22. III collection, ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων (v.l. σύστρεμμα, q.v.) ib.Nu.32.14.
German (Pape)
[Seite 1037] τό, das Zerriebene, Zerbrochene, der Bruch, Arist. audib. p. 802 a 34. – Der Anstoß, Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
σύντριμμα: τό, κάταγμα, ἐὰν μή τι ἔχῃ σύντριμμα τὸ ξύλον Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 34, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΑ΄, 19). ΙΙ. καταστροφή, ὄλεθρος, αὐτόθι (Ἡσαΐ. ΝΘ΄, 7, Ἱερεμ. Γ΄, 22).
English (Strong)
from συντρίβω; concussion or utter fracture (properly, concretely), i.e. complete ruin: destruction.
English (Thayer)
συντρίμματος, τό (συντρίβω), the Sept. chiefly for שֶׁבֶר);
1. that which is broken or shattered, a fracture: Aristotle, de audibil., p. 802{a}, 34; of a broken limb, the Sept. calamity, ruin, destruction: שֹׁד, a devastation, laying waste, as in 1 Maccabees 2:7; (etc.).
Greek Monolingual
το, ΝΑ συντρίβω
νεοελλ.
1. το αποτέλεσμα του συντρίβω, καθετί το θρυμματισμένο, το σπασμένο σε μικρά τεμάχια, ερείπιο («το σκάφος είχε καταντήσει σύντριμμα»)
2. καθένα από τα κομμάτια σπασμένου αντικειμένου, θραύσμα, συντρίμμι («τα συντρίμματα του βάζου»)
3. μτφ. (για πρόσ.) ψυχικό ράκος
αρχ.
1. θραύση, θρυμματισμός, κομμάτιασμα
2. κάταγμα
3. άθροισμα
4. λείανση, ξύσιμο
5. μτφ. α) συντριβή, όλεθρος, πανωλεθρία
β) βαριά λύπη, πίκρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύντριμμα -ατος, τό [συντρίβω] vernieling.
Russian (Dvoretsky)
σύντριμμα: ατος τό1) щель, трещина: σ. ἔχειν Arst. дать трещину, быть расколотым;
2) разрушение (σ. καὶ ταλαιπωρία NT).