ἤγανον
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
τό, Ion. for τήγανον, Anacr.26.
German (Pape)
[Seite 1149] τό, ion. = τήγανον, Ath. VI, 229 b, mit einem Beispiele aus Anacr.
Greek (Liddell-Scott)
ἤγᾰνον: τό, Ἰων. ἀντὶ τήγανον, Ἀνακρ. 25.
Greek Monolingual
ἤγανον, τὸ (Α)
ιων. τ. αντί τήγανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαίνεται ότι προήλθε από εσφαλμένη κατάτμηση του τ. τήγανον «τηγάνι» (τ' ήγανον)
θεωρήθηκε δηλ. το αρκτικό τ- ως άρθρο (το). Είναι αβέβαιο αν ο τ. αυτός είναι προϊόν γλωσσικής μεταβολής ή απλώς εσφαλμένη γραφή του ορθού τ. τήγανον.
Russian (Dvoretsky)
ἤγᾰνον: τό Anacr. = τάγηνον.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: frying-pan, sauce-pan (Anacr. 26).
Derivatives: From it ἠγάνεα πέμματα τὰ ἀπὸ τηγάνου H.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Through false word-division from τήγανον (conceived as τ' ήγανον). Schwyzer 413 after Solmsen Unt. 46 w. n. 1. - Wrong Winter Prothet. Vokal 28.