ἀπογραφή
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
ἡ,
A register, list, of lands or property, Pl.Lg.745d, 850d, etc.; of the πεντηκοστολόγοι, D.34.7; ἀ. τῆς οὐσίας IG2.476.14; ἐφήβων CIG(add.)1997c (Maced.); list of moneys claimed by the state from private persons, Lys.17.4, D.20.32. 2 register of persons liable to taxation, Ev.Luc. 2.2, J.AJ18.1.1; ἡ κατ' οἰκίαν ἀ. PLond.2.260.79 (i A.D.), etc.; of the Roman census-lists, Plu.Cat.Ma.16 (pl.); muster-roll of soldiers, Plb.2.23.9. 3 generally, ἐξ ἀπογραφῆς λέγειν from a written list, Sotad.Com.1.35. II as Att. law-term, copy of a declaration made before a magistrate, deposition or information laid, Lys.9.3, 29.1, Lexap.D.35.51; ποιεῖσθαι ἀ., = ἀπογράφειν, D.53.1; τινὸς κατά τινος And.1.23, cf. Harp.s.v. 2 any written declaration before a magistrate, ἀ. ποιείσθωσαν δηλοῦντες κτλ. POxy.237 vii33 (i A.D.), etc.; esp. declaration of property or persons liable to taxation, BGU1147.26 (i B.C.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογρᾰφή: ἡ, καταγραφή: κατάλογος κτημάτων, κτηματολόγιον, καὶ πίναξ φορολογικός, ἀπογραφῆς ἁπάντων γενομένης Πλάτ. Νόμ. 745D. 840C, Δημ., κτλ. τῶν πεντηκοστολόγων ὁ αὐτ. 909. 10· ἀπ. τῆς οὐσίας Συλλογ. Ἐπιγρ. 123. 14· ἐφήβων αὐτόθι (προσθῆκαι) 1997C· κατάλογος χρημάτων ἀνηκόντων μὲν εἰς τὴν πολιτείαν κατακρατουμένων δὲ ὑπὸ πολιτῶν, Λυσ. 148. 25, Δημ. 467. 6, κτλ., πρβλ. λεξ. Ἀρχαιολογ. 2) κατάλογος τῶν εἰς φορολογίαν ὑποκειμένων, τὸ Ρωμαϊκὸν census, Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 2· τὴν ἀπ. τῶν χρημάτων ποιεῖσθαι = τοὺς φόρους τάσσειν Πλουτ. Ἀριστ. 241· στρατολογικὸς κατάλογος, Πολύβ. 2. 23, 9: - καὶ ἴσως, ἐξ’ αὐτοῦ παρὰ Βυζαντίνοις = φόρος. 3) καθόλου, οὐκ ἐξ ἀπογραφῆς, ἐκ γραπτοῦ καταλόγου, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 35. ΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, ἀντίγραφον διακηρύξεως γενομένης ἐνώπιον ἄρχοντος, κατάθεσις, Λυσ. 114. 30., 181Β, Νόμος παρὰ Δημ. 941. 14· ποιεῖσθαι ἀπογραφὴν = ἀπογράφειν Δημ. 1246. 4· τινὸς κατά τινος, Ἀνδοκ. 4. 19, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λέξει.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 registre;
2 t. de droit réclamation écrite à un magistrat ; accusation.
Étymologie: ἀπογράφω.
Spanish (DGE)
(ἀπογρᾰφή) -ῆς, ἡ
I 1registro de funcionarios u oficiales: de los πεντηκοστολόγοι D.34.7, de los σιτοφύλακες D.20.32, de bienes varios πάντων Pl.Lg.745d, 850c, de dinero, Lys.17.4, οἴνου PSI 430.10 (III a.C.), τῆς οὐσίας IG 22.1013.14 (II a.C.), ἐκ γαίων POxy.2722.32 (II d.C.), PWisc.9.20 (II d.C.), PCair.Isidor.4.12 (III d.C.), de olivos PCair.Isidor.2.4 (III d.C.), de ganado PHib.33.10 (III a.C.), PSarap.12.2, 7 (II d.C.), cf. 54.1.6 (II d.C.), de personas sujetas a tributación τῶν παροίκων OGI 338.11 (Pérgamo II a.C.), Afric.Ep.Arist.p.61.18, cf. Iust.Phil.Apol.34.2, Gr.Naz.M.37.132B, I.AI 18.3
•censo, Eu.Luc.2.2, Plu.Aem.38, Cat.Ma.16, de soldados, Plb.2.23.9, ἐφήβων CIG 1997c (add.) (Macedonia), ἀπογραφὰς ποιεῖσθαι D.C.53.17.7, cf. LXX 3Ma 2.32
•en gener. lista de cosas, Men.Asp.275, cf. Sotad.Com.1.35, τραγημάτων Plu.2.686d
•fig. ἐν ἀπογραφῇ ἀληθείας en el libro de la verdad LXX Da.10.21.
2 acción de registrar propiedades o personas BGU 1147.26 (I a.C.).
3 justificante, recibo ἀ. ἐστρατεῦσθαι PHamb.31.18 (II d.C.).
II jur.
1 escrito de denuncia y denuncia escrita presentada ante un magistrado en asuntos de derecho público, Lys.9.3, 29.1, Ley en D.35.51, ποιεῖσθαι ἀ. denunciar D.53.1, τινὸς κατ' ἐμοῦ And.Myst.23, cf. Harp.
2 en gener. declaración escrita ante un magistrado ἀ. ποιείσθωσαν δηλοῦντες POxy.237.8.33 (II d.C.)
•frec. declaración hecha por una persona para la elaboración del censo κατ' οἰκίαν ἀπογραφή PBon.24c.21 (II d.C.), PAlex.Giss.14.8, PSI 1240.3 (II d.C.), SB 9639.10, PLips.3.2.25 (III d.C.).
English (Strong)
from ἀπογράφω; an enrollment; by implication, an assessment: taxing.
English (Thayer)
ἀπογραφῆς, ἡ (ἀπογράφω);
a. a writing off, transcript (from some pattern).
b. "an enrolment (or registration) in the public records of persons together with their property and income," as the basis of an ἀποτίμησις (census or valuation), i. e. that it might appear how much tax should be levied upon each one: Schürer, Ntl. Zeitgesch. § 17, pp. 251,262-286, and books there mentioned; (McClellan 1:392-399; B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, TAX Taxing).
Greek Monolingual
η (AM ἀπογραφή) απογράφω
νεοελλ.
1. καταγραφή του πληθυσμού μιας χώρας στα μητρώα
2. καταγραφή κάθε είδους έμψυχου ή άψυχου υλικού σε ειδικούς καταλόγους
μσν.- νεοελλ.
κατάλογος για τη συγκέντρωση στρατού, στρατολόγηση
αρχ.
1. κατάλογος των κτημάτων, κτηματολόγιο
2. κατάλογος χρημάτων τα οποία ανήκουν στην πολιτεία, αλλά κατακρατούνται από ορισμένους πολίτες
3. κατάλογος αυτών που υπόκεινται σε φορολογία, φορολογικός πίνακας
4. αντίγραφο διακήρυξης που γίνεται ενώπιον άρχοντα, κατάθεση, μαρτυρία.
Greek Monotonic
ἀπογρᾰφή: ἡ,
I. καταγραφή, κατάλογος των γαιών, κτηματολόγιο ή κατάλογος ατομικής περιουσίας, σε Πλάτ. κ.λπ.· καταγραφή των προσώπων που υπόκεινται σε φορολόγηση, Λατ. census, σε Καινή Διαθήκη
II. ως Αττ. νομικός όρος, το αντίγραφο επίσημης διακήρυξης ενώπιον των αρχών (γραφή), κατάθεση, στους Ρήτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπογρᾰφή: ἡ
1) список, перечень или ведомость Plat., Dem., Polyb.;
2) податной список Plut.;
3) юр. заявление о взыскании в пользу казны, фискальная жалоба Lys., Dem.
Middle Liddell
[from ἀπογράφω
I. a writing off: a register, list, of lands or property, Plat., etc.: a register of persons liable to taxation, Lat. census, NTest.
II. as attic law-term, the copy of a γραφή, a deposition, Oratt.