διαλαλέω
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
A talk with, τινὶ περί τινος Plb.1.85.2, cf. POxy.1417.24 (iv A.D.); ἐν ἑαυτοῖς ὑπέρ τινος Plb.9.32.1; κατὰ συμμορίας D.H.6.57; πρὸς ἀλλήλους τί ἂν ποιήσειαν Ev.Luc.6.11; αὐτὴν ἐν αὑτῇ δ. Plu.2.141d. II δ. τινί τι talk over a thing with another, E.Cyc. 175:—Pass., to be much talked of, Ev.Luc.1.65.
German (Pape)
[Seite 585] mit Einem sprechen, plaudern, τινί τι, Eur. Cycl. 175; τινὶ περί τινος, Pol. 1, 85, 2; πρός τινα, 23, 9; ἐν ἀλλήλοις, 9, 32.
Greek (Liddell-Scott)
διαλᾰλέω: ὁμιλῶ μετά τινος, τινι ἢ πρός τινα Πολύβ. 1. 85, 2, κτλ.· τινί, περὶ ἢ ὑπέρ τινος αὐτόθι, κτλ. ΙΙ. δ. τινί τι, φλυαρῶ περί τινος μετά τινος, Εὐρ. Κύκλ. 175. - Παθ., γίνεται πολύς λόγος περὶ ἐμοῦ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 65.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
converser ; πρός τινα avec qqn ; τινι περί τινος, τινι ὑπέρ τινος avec qqn au sujet de qch ; Pass. être l’objet des entretiens.
Étymologie: διά, λαλέω.
Spanish (DGE)
(διαλᾰλέω) I intr.
1 hablar, conversar, debatir gener. c. dat. de pers. ἀλλήλοις Plb.18.46.10, διελάλησεν δέ μοι καὶ εἶπεν Manes.54.4, c. περί y gen. διαλαλεῖν περὶ διαλύσεως Ἀμίλκᾳ Plb.1.85.2, περὶ γυμνασιαρχίας ... τῇ βουλῇ POxy.1417.24 (IV d.C.), c. ὑπέρ y gen. ἐν αὑτοῖς διαλαλοῦντας ὑπὲρ τῶν προειρημένων Plb.9.32.1, ἴωμεν οὖν διαλαλοῦντες ὑπὲρ ὧν ἐρωτᾶτε Philostr.VA 8.12, c. ἐν y dat. αὐτὴν ἐν ἑαυτῇ διαλαλεῖν Plu.2.141d, cf. 180c, τῶν ἐν αὐτῇ διαλαλούντων I.BI 4.38, c. πρός y ac. πάντων δὲ διαλαλούντων πρὸς ἀλλήλους Plb.22.9.6, πρὸς σφᾶς αὐτούς Plb.18.46.10, πρὸς ἀλλήλους διαλαλοῦντες ἔκλαιον D.H.11.35, cf. Eu.Luc.6.11, c. κατά y ac. διελάλουν ἕκαστοι κατὰ συμμορίας D.H.6.57, cf. I.BI 4.601, c. dat. instrum. ἥ τε ἀδελφὴ καὶ ἡ μήτηρ ... διελάλουν οὐ μικραῖς ... διαβολαῖς la hermana y la madre ... hablaban no con pequeñas calumnias I.AI 15.213, c. adv. ἡσυχῇ Ph.2.459, βαρβαρικῶς Sch.E.Ph.301
•a veces tb. c. ac. int. διαλαλήσωμέν τί σοι E.Cyc.175, πρὸς τοὺς περὶ τοῦ κομήτου τι διαλαλοῦντας D.C.66.17.3, cf. 64.12.1.
2 deliberar διαλαλησάσης τῆς συνόδου ἐν τοῖς ὑπομνήμασιν tras deliberación del sínodo registrada en las actas Pall.V.Chrys.14.95.
II tr.
1 divulgar, proclamar διαλαλήσει ἡ γλῶσσά μου τὴν ἐλεημοσύνην σου Sm.Ps.50.16, τῶν ἐν ταῖς αἱρέσεσιν ... διαλαλούντων σωτήρια τὰ ὀλέθρια Or.Io.32.5, τὰ πρόσφορα POxy.1829.3 (VI d.C.)
•tb. en v. med. πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα Eu.Luc.1.65
•comentar, mencionar ἀθροιζόμενοι δὲ διελάλουν, ὅτι ... D.S.14.64, μεμνημένος ὧν τότε διελάλησα recordando lo que mencioné en aquel momento, POxy.2407.34, cf. 9 (III d.C.), en v. pas. διαλαληθέντος τοῦ συμβεβηκότος Hieronym.Phil.35.
2 someter a examen o discusión en una instancia admin. (cf. διαλαλιά 2) en v. pas. καὶ διελαλήθη [ἐν] αὐτοῖς τὰ πρόσφορα POxy.1829.3 (VI d.C.).
English (Strong)
from διά and λαλέω; to talk throughout a company, i.e. converse or (genitive case) publish: commune, noise abroad.
English (Thayer)
imperfect διελάλουν; imperfect passive διελαλουμην; to converse together, to talk with, (διά denoting by turns, or one with another; see διακατελέγχομαι), τί, passive (were talked of), πρός ἀλλήλους (as Polybius 23,9, 6), τί ἄν ποιήσειαν (ποιήσαιεν, others), of the conference of men deliberating, Euripides, Cycl. 175.)
Greek Monotonic
διαλᾰλέω: μέλ. -ήσω, φλυαρώ για κάτι με κάποιον άλλο, τί τινι, σε Ευρ. — Παθ., γίνεται πολύς λόγος για μένα, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-λαλέω converseren.
Russian (Dvoretsky)
διαλᾰλέω: разговаривать, беседовать (τί τινι Eur.; τινι περί или ὑπέρ τινος, πρός τινα и ἐν ἀλλήλοις Polyb.; ἐν ἑαυτῷ Plut.): διελαλεῖτο πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα NT повсюду говорилось об этом.
Middle Liddell
fut. ήσω
to talk over a thing with another, τί τινι Eur.:—Pass. to be much talked of, NTest.
Chinese
原文音譯:dialalšw 笛阿-拉累哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:經過-說
字義溯源:商議,討論,交談,傳;由(διά)*=通過)與(ἀπολαλέω / λαλέω)*=說)組成
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編:
1) 商議(1) 路6:11;
2) 傳(1) 路1:65