ἰσοδυναμία

From LSJ
Revision as of 15:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοδῠνᾰμία Medium diacritics: ἰσοδυναμία Low diacritics: ισοδυναμία Capitals: ΙΣΟΔΥΝΑΜΙΑ
Transliteration A: isodynamía Transliteration B: isodynamia Transliteration C: isodynamia Beta Code: i)sodunami/a

English (LSJ)

ἡ,

   A equal force or power, Ti.Locr.95b.    2 equivalence in meaning, A.D.Conj.244.17.    3 Astrol., equipollence, Ptol.Tetr.132, Vett.Val.296.11.

German (Pape)

[Seite 1264] ἡ, gleiche Macht, Bedeutung, Geltung; Tim. Locr. 95 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοδῠνᾰμία: ἡ, ἴση δύναμιςἰσχύς, Τίμ. Λοκρ. 95Β.

Greek Monolingual

ἡ (Α ἰσοδυναμία) ισοδύναμος
1. η ιδιότητα του ισοδύναμου, ίση δύναμη, ισότητα δύναμης ή ισχύος
2. ομοιότητα στη σημασία ή στην αξία
3. φυσιολ. η ικανότητα διαφόρων τροφών να αντικαθίστανται με άλλες τροφές, σε διάφορες ποσότητες, επειδή έχουν την ίδια ενεργειακή αξία.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοδῠνᾰμία: ἡ равенство сил Plat.