συγκλίνω
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
[ῑ],
A lay together:—Pass., lie with, [γυναικί] Hdt.2.181; of the woman, οὐκ ἔστιν ἥτις τῷδε -κλιθήσεται E.Alc.1090. 2 intr. in Act., lean, incline, ταῖς εὐνοίαις Plb.7.11.4. II inflect similarly, A.D.Synt.102.11. III συγκεκλιμένου τοῦ σκέλεος,= συγκεκαμμένου (which is v.l.), Hp.Art.60.
German (Pape)
[Seite 968] (s. κλίνω), mitneigen, zusammen niederlegen, pass. zusammenliegen; οὐκ ἔστιν ἥτις τῷδε συγκλιθήσεται, Eur. Alc. 1093; γυναικί, Her. 2, 181; – intrans., geneigt sein, τινί, Pol. 7, 12, 5.
Greek (Liddell-Scott)
συγκλίνω: [ῑ], κλίνω τι εἰς τὸ αὐτό, συνευνάζω. ― Παθ., κατακλίνομαι, πλαγιάζω μετά τινος, γυναικὶ Ἡρόδ. 2. 181˙ ἐπὶ γυναικός, Εὐρ. Ἀλκ. 1090. 2) ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., προσκλίνομαι, «ἀκκουμβῶ» ὁμοῦ, Πολύβ. 7. 12, 4. ΙΙ. κλίνω κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. σ. 107.
French (Bailly abrégé)
faire coucher avec ; Pass. coucher avec, τινι.
Étymologie: σύν, κλίνω.
Greek Monolingual
ΝΑ κλίνω
κλίνω μαζί με άλλον προς το ίδιο μέρος, ιδίως προς τα μέσα
νεοελλ.
1. συγκατανεύω, συμφωνώ
2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) συγκλίνων, -ουσα, -ον
α) φυσ. (για αλυσωτή πυρηνική αντίδραση, κυρίως πυρηνική σχάση) αυτός που είναι φθίνοντος ρυθμού, δηλαδή που τείνει να αποσβεστεί με την πάροδο του χρόνου
β) φυσ. (στην οπτική)
i) (για δέσμη φωτεινών ακτίνων ή γενικότερα για δέσμη ακτινοβολίας) αυτή η οποία διαδίδεται προς την κατεύθυνση ενός δεδομένου σημείου ή μιας περιοχής πολύ μικρών διαστάσεων
ii) (για οπτικό όργανο) αυτός που έχει την ιδιότητα να συγκεντρώνει σε ένα σημείο, ονομαζόμενο εστία, τις προσπίπτουσες παράλληλες φωτεινές ακτίνες
3. φρ. α) «συγκλίνουσα εξέλιξη»
βιολ. το φαινόμενο της επιφανειακής ομοιότητας των εξελικτικά απομακρυσμένων ειδών λόγω κοινών προσαρμογών σε παρόμοια περιβάλλοντα
β) «συγκλίνων στραβισμός» — περίπτωση στραβισμού κατά την οποία και οι δύο οφθαλμοί συγκλίνουν προς τη μύτη
αρχ.
1. υποχωρώ σε κάποιον ή σε κάτι
2. γραμμ. υπάγομαι μαζί με κάτι άλλο στην ίδια κλίση
3. παθ. συγκλίνομαι
κοιμάμαι μαζί με άλλον στην ίδια κλίνη
4. μέσ. κάμπτομαι μαζί με κάτι άλλο («συγκεκλιμένου τοῡ σκέλεος», Ιπποκρ.).
Greek Monotonic
συγκλίνω: [ῑ], μέλ. -κλῐνῶ, κλίνω, πλαγιάζω κάτι στον ίδιο τόπο — Παθ., πλαγιάζω με κάποιον ή κάποια, με δοτ., σε Ηρόδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
συγκλίνω: (ῑ)
1) класть вместе: συγκλίνεσθαί τινι Her., Eur. (воз)лечь рядом с кем-л.;
2) склоняться, переходить на сторону (τινί Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κλίνω, alleen pass. gaan liggen bij, naar bed gaan met, met dat.
Middle Liddell
fut. -κλῐνῶ
to lay together:—Pass. to lie with another, c. dat., Hdt., Eur.