φλεγμονή

From LSJ
Revision as of 21:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεγμονή Medium diacritics: φλεγμονή Low diacritics: φλεγμονή Capitals: ΦΛΕΓΜΟΝΗ
Transliteration A: phlegmonḗ Transliteration B: phlegmonē Transliteration C: flegmoni Beta Code: flegmonh/

English (LSJ)

ἡ,

   A fiery heat, dub.l. in Plu.2.398e (pl.).    II inflammation, Pl.Ax.366a (pl.), Philem.113, Plu.2.699e, Alex.35, etc.    2 Medic., inflamed tumour, boil, Hp.VM18, Epid.3.4, Pl.Ax.368c, Gal.10.66.    III metaph., heat, passion, excess, παθητικὴ φ. Chrysipp.Stoic.3.118; ἡ φ. τῶν παθῶν ib.124, cf. LXX4 Ma.3.17 (pl.), Plu.2.994a, Ath.1.10e.

German (Pape)

[Seite 1291] ἡ, 1) Entzündung der Theile unter der Haut, Geschwulst, Plat. Ax. 366 a 368 c u. Sp. – 2) übertr. Leidenschaft, Erhitzung des Gemüths, bes. Brunst, Geilheit; Athen. I, 10; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φλεγμονή: ἡ, μεγάλη θερμότης, Πλούτ. 2. 699Ε, πρβλ. 398Ε. ΙΙ. φλόγωσις, Πλάτ. Ἀξ. 366Α, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 25, κλπ. 2) παρὰ τοῖς ἰατρ. συγγραφεῦσιν, οἴδημα ἐκ φλογώσεως προελθόν, «πρήξιμον», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Πλάτ. Ἀξ. 368C, Γαλην., πρβλ. Πλουτ. Ἀλέξ. 35, κλπ.· phlegmona παρὰ Πλινίῳ 20. 13. ΙΙΙ. μεταφορ., ἔξαψις, πάθος, ὀργή, Πλούτ. 2. 994Α, 1059C, Ἀθήν. 10Ε, Ἰωσήπ. Μακκ. 3. 17.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. au propre 1 chaleur ardente;
2 inflammation, tumeur enflammée;
II. fig. 1 échauffement des esprits, ardeur des passions;
2 ardeur des sens, libertinage.
Étymologie: φλέγω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
1. ιατρ. τοπική αντίδραση τών ζωντανών ιστών και, ειδικά, τών αιμοφόρων αγγείων, του περιεχομένου τους και τών συναφών ανατομικών στοιχείων σε μια βλάβη (α. «οξεία φλεγμονή» β. «χρόνια φλεγμονή»)
2. φρ. «καταρροϊκή φλεγμονή»
ιατρ. ορώδης ή βλεννώδης υπερέκκριση ενός βλεννογόνου, χωρίς στοιχεία πύου, όπως είναι λ.χ. ο ρινικός κατάρρους, ο βρογχικός κατάρρους, ο γαστρικός κατάρρους
αρχ.
1. υψηλή θερμότητα
2. φλόγωση
3. οίδημα που οφείλεται σε φλόγωση
4. μτφ. αφροδισιακή διέγερση, έξαψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλεγμ- (πρβλ. φλέγμα, βλ. λ. φλέγω) + κατάλ. -ον-ή (πρβλ. πημονή: πῆμα, πλησμονή: πλῆσμα)].

Russian (Dvoretsky)

φλεγμονή:
1) горящая масса (πέτραι καὶ φλεγμοναί Plut.);
2) лихорадка, жар Plut.;
3) воспаление (φλεγμοναὶ περὶ τραύματα Plut.);
4) возбуждение, волнение (φ. καὶ στυγνότης Plut.).