ἄμμορος
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
ον, poet. for ἄμοιρος (q. v.),
A without share of, without lot in, c. gen., ἄμμορος . . λοετρῶν Ὠκεανοῖο Il.18.489, Od.5.275; καλῶν Pi.O.1.84; πάντων S.Ph.182 (lyr.); τέκνων ἄ. bereft of children, E. Hec.421; οὐκ ἄ. ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας Pi.N.6.14; ἄ. ἐσθλῆς ἐλπίδος IG 14.1942.11. 2 later, simply, free from, without, ἄ. κακότητος Q.S.1.430. II abs., ill-fated, Il.6.408, 24.773. (ἀ- priv., smor-, cf. κάσμορος.)
German (Pape)
[Seite 126] ον, p. = ἄμορος, untheilhaftig, Hom. viermal, Iliad. 18, 489 Od. 5, 275 vom Gestirne des großen Bären οἴη δ' ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο; ohne cas., an derselben Stelle des Verses Iliad. 6, 408. 24, 773 παῖδά τε νηπίαχον (τῷ σέ θ' ἅμα κλαίω) καὶ ἔμ' ἄμμορον, mich Unglückliche; – Pind. N. 6, 14 ohne cas. = unglücklich; καλῶν Ol. 1, 84; Soph. Phil. 182; τέκνων Eur. Hec. 423, Kinder verloren habend; κακότητος Qu. Sm. 1. 430; ad. 495 (Plan. 303); vgl. ἄμοιρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμμορος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἄμοιρος (ὃ ἴδε), ὁ μὴ ἔχων μέρος ἔν τινι, ὁ ἀμέτοχος, μὴ λαμβάνων μερίδιον· ἰδίως ἔν τινι καλῷ πράγματι· μ. γεν. ἄμμορος... λοετρῶν Ὠκεανοῖο Ἰλ. Σ. 489, Ὀδ. Ε. 275· καλῶν Πινδ. Ο. 1. 134· πάντων Σοφ. Φ. 182· τέκνων ἄμμ., ἐστερημένος τέκνων, Εὐρ. Ἑκ. 421· ἐλπίδος Ἀνθ. Π. (παράρτ. 349). 2) μεταγεν. ἁπλῶς, ἐλεύθερος ἀπό τινος, ἄνευ τινός, ἄμμ. κακότητος Κόϊντ. Σμυρν. 1. 430· ὠδίνων Ἀνθ. Π. 7. 465. ΙΙ. ἀπολ., δυστυχής, τεθλιμμένος, Ἰλ. Ζ. 418., Ω. 773· οὐκ ἄμμ. Πινδ. Ν. 6. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne participe pas à, privé ou exempt de, gén.;
2 abs. malheureux.
Étymologie: ἀ, μείρομαι.
English (Autenrieth)
(μόρος, μοῖρα): (1) without share or portion, with gen., λοετρῶν Ὠκεάνοιο, said of the constellation of the Great Bear, which in Greek latitudes never sinks below the horizon, Od. 5.275, Il. 18.489.—(2) luckless, unhappy, Il. 6.408, Il. 24.773.
English (Slater)
ἄμμορος
a c. gen., without a share in τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν, ἁπάντων καλῶν ἄμμορος; (O. 1.84)
b abs., unsuccessful, luckless νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας (ἄμορος con. Hermann met. gr.) (N. 6.14)
Spanish (DGE)
-ον
I gener. c. gen.
1 no partícipe, que no participa λοετρῶν Ὠκεανοῖο Il.18.489, Od.5.275, ἱερῶν h.Cer.481, ἁπάντων καλῶν Pi.O.1.84, πάντων ἄ. ἐν βίῳ S.Ph.182, τεῶν δώρων Isyll.71, λήθης Sulp.Max.C.b.4, ἐσθλῆς τίδος IUrb.Rom.1305.11 (II a.C.), πόθων Nonn.D.29.145
•tb. c. valor de pasado que no ha participado, sin haber participado εὐνῆς Nonn.D.15.361.
2 que ha perdido τέκνων E.Hec.421
•privado de, sin κεράων ... δέμας ἄ. Nic.Th.322, δέμας ἄμμορον ἀλκῆς Opp.H.2.144, οὐ γάρ τις ὀιζυρῆς κακότητος ἄ. Q.S.1.430, οὐκ ἔθελες ζώειν περικαλλέος ἄμμορος Ἡροῦς Musae.89.
II 1abs. infortunado, malaventurado οὐδ' ἐλεαίρεις παῖδά τε νηπίαχον καὶ ἔμ' ἄμμορον Il.6.408, cf. 24.773, Hippon.8.1.
2 inhábil οὐκ ἄ. ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας Pi.N.6.14.
Greek Monolingual
ἄμμορος, -ον (Α)
(ποιητικός τύπος αντί ἄμοιρος)
1. αυτός που δεν παίρνει μερίδιο από κάτι
2. αυτός που στερείται κάτι
3. δυστυχής, αξιολύπητος, κακομοίρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μόρος «πεπρωμένο, τύχη».
ΠΑΡ. αρχ. ἀμμορία.
Greek Monotonic
ἄμμορος: -ον, ποιητ. αντί ἄ-μορος, ἄ-μοιρος,
I. αυτός που δεν έχει μερίδιο σε κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· απαλλαγμένος από, ελεύθερος, ὠδίνων, σε Ανθ.
II. απόλ., λυπημένος, θλιμμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄμμορος: Hom., Pind., Soph., Eur. = ἄμοιρος 1 и 2.
Middle Liddell
poet. for ἄμορος, ἄμοιρος
I. without share of a thing, c. gen., Il., Soph.:—free from, without, ὠδίνων Anth.
II. absol. unhappy, Il.