Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπικλύζω

From LSJ
Revision as of 16:20, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικλύζω Medium diacritics: ἐπικλύζω Low diacritics: επικλύζω Capitals: ΕΠΙΚΛΥΖΩ
Transliteration A: epiklýzō Transliteration B: epiklyzō Transliteration C: epiklyzo Beta Code: e)piklu/zw

English (LSJ)

pf.

   A -κέκλῠκα Aeschin.3.173:—overflow, flood, ὅθι κύματ' ἐπ' ἠϊόνας (v.l. -όνος) κλύζεσκον Il.23.61, cf. Th.3.89, PLond.2.267.112 (ii A.D.); ἐπέκλυζε τὸ πᾶν . . θάλασσα Anon.Oxy.1014.16; τοὺς χυμοὺς οἷον ἐπικλύζοντας τὸ δέρμα, in blushing jaundice, Gal.7.267; . χρυσῷ τὴν λεωφόρον Ps.-Luc.Philopatr.21, cf. Tim.18:—Pass., to be overwhelmed, κύμασι v.l.in Batr.69; πλημυρίσιν Arist.Mu.397a29.    2. metaph., deluge, swamp, πόλιν E.Tr.1327 (lyr.), cf. Theoc.25.201; ἐπέκλυσε θυμὸν ἀνίη δείματι A.R.3.695; ψυχήν Ph.1.91; ἐ. τινὰ κακοῖς Luc.Pseudol.25; φωναῖς ῥητόρων Lib.Decl.50.44; τῷ πλούτῳ πάντα Jul.Or.1.8b:—Pass., ὑπὸ τῶν δυσπραγιῶν Id.ad Them.257c.    3. sweep away in the flood, A.R.1.257: metaph., τὸ βασιλικὸν χρυσίον ἐπικέκλυκε τὴν δαπάνην has merged, i.e. liquidated, the expenses, Aeschin. l.c.    4. Pass., to be poured over, Eun.VSp.476B.    II. intr., overflow, abound, D.S.3.47; πλοῦτος -κλύζων Eun.Hist.p.257 D., cf. D.H.6.17; τινί with a thing, Id.Isoc.14.

German (Pape)

[Seite 950] überschwemmen, überströmen, Thuc. 3, 89; τινά, Luc. Tim. 18; γῆ πλημμυρίσιν ἐπικλυζομένη Arist. mund. 5; τινός, Ael. H. A. 6, 43. Uebertr., ἅπασαν ἔνοσις ἐπικλύσει πόλιν Eur. Troad. 1328; vgl. Theocr. 25, 201 Πισῆας ἐπικλύζων, ποταμὸς ὥς, λῖς ἄμοτον κεράϊζε, vernichtete; τὸ βασιλικὸν χρυσίον τὴν δαπάνην αὐτοῦ ἐπικέκλυκεν, das Geld überschwemmt den Aufwand, die Verschwendung kann den Schatz nicht erschöpfen, Aesch. 3, 173; vgl. D. Sic. 3, 47. 17, 4. – Intr., ἀθρόαις ἐπικλύζει ταῖς παρισώσεσιν, er sprudelt von Vergleichen über, D. Hsl. de Isocr. 14; im Ueberfluß vorhanden sein, id. 6, 17.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπικλύσω, ao. ἐπέκλυσα, pf. ἐπικέκλυκα;
déborder sur, inonder, acc. ou gén. : fig. ἐπ. τινα κακοῖς LUC inonder qqn de calamités ; δαπάνην ESCHN couvrir ou liquider des dépenses.
Étymologie: ἐπί, κλύζω.

Greek Monolingual

ἐπικλύζω (AM)
μτφ. πιέζω, βαρύνω, στενοχωρώ («ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῑς», Λουκιαν.)
αρχ.
1. καλύπτω με νερό, πλημμυρίζω, κατακλύζω («ὄθι κύματ’ ἐπ’ ἠιόνος κλύζεσκον», Ομ. Οδ.)
2. (για αφηρημ. έννοιες, διαθέσεις, καταστάσεις, γεγονότα) καλύπτω, καταλαμβάνωἔνοσις ἅπασαν ἔνοσις ἐπικλύσει πόλιν», Ευρ.)
3. καλύπτω, αναπληρώνω κάτι που λείπει («νῡν μέν τοι τὸ βασιλικὸν χρυσίον ἐπικέκλυκε τὴν δαπάνην αὐτοῡ», Αισχίν.)
4. (αμτβ.) ευπορώ, έχω αφθονία («τὰς ἐπεισάκτους ἀγορὰς πάσας ἐπικλύσαι μᾱλλον ἢ πρότερον», Διον. Αλ.)
5. βρίσκομαι, είμαι σε αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλύζω «περιβρέχω»].

Greek Monotonic

ἐπικλύζω: μέλ. -ύσω,
1. βρέχω, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
2. μεταφ., κατακλύζω, γεμίζω νερά, πλημμυρίζω, σε Ευρ.· ἐπ. τινὰ κακοῖς, σε Λουκ.
3. μεταφ., επίσης, εξαφανίζω, εξοφλώ τα χρέη, καλύπτω τα έξοδα, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικλύζω:
1) заливать, наводнять, затоплять (κῦμα ἐπέκλυζε τὴν γῆν Plut.; ἐπικλυζομένη πλημυρίσιν ἡ γῆ Arst.);
2) обрушиваться, заваливать (ἔνοσις ἐπικλύσει πόλιν Eur.; τοσούτοις κακοῖς τινα Luc.);
3) досл. смывать, перен. погашать, оплачивать (δαπάνην Aeschin.).

Middle Liddell

fut. ύσω
1. to overflow, Il., Thuc.
2. metaph. to deluge, swamp, Eur.; ἐπ. τινὰ κακοῖς Luc.
3. metaph., also, to sweep away, liquidate the expenses, Aeschin.