κυβιστητήρ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A tumbler, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους Il. 18.605, Od.4.18. 2 diver, Il.16.750. 3 one who pitches headlong, E.Ph.1151. II later as Adj., tumbling, κυδοιμός Tryph. 192.
German (Pape)
[Seite 1523] ῆρος, ὁ, Einer, der sich auf den Kopf stellt od. stürzt, Gaukler, Springer, Tänzer, der ein Rad schlägt, sich kopfüber zwischen Schwerter stürzt u. dgl.; Il. 16, 750; δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντος ἐδίνευον κατὰ μέσσους 18, 605; vgl. Eur. Phoen. 1158; öfter in VLL., die auch die Formen κυβιστήρ u. κυβιστής haben u. es auch ἀρνευτήρ, κολυμβητής, der »Taucher« erkl. – Sp. auch adj., sich überschlagend, Wern. Tryphiod. 192.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβιστητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὸ κυβιστᾶν, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ’ αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντος ἐδίνευον κατὰ μέσσους Ἰλ. Σ. 605, πρβλ. Ὀδ. Δ. 18, καὶ ἴδε ἐν λ. κυβιστάω. 2) κολυμβητής, δύτης, Ἰλ. Π. 750. 3) μεταγεν. ὡς ἐπίθ., κυλινδούμενος, Wern. εἰς Τρυφ. 192.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui fait la culbute, càd :
1 faiseur de tours;
2 sauteur, plongeur.
Étymologie: κυβιστάω.
English (Autenrieth)
ῆρος: tumbler; diver, Il. 16.750.
Greek Monolingual
κυβιστητήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κυβιστώ
1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την κυβίστηση, ο επαγγελματίας ακροβάτης και χορευτής που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους», Ομ. Ιλ.)
2. δύτης
3. αυτός που πέφτει με το κεφάλι («ἡμῶν τ' ἐς οὖδας εἶδες ἂν πρὸ τειχέων πυκνοὺς κυβιστητῆρας ἐκπεπνευκότας», Ευρ.)
4. ως επίθ. αυτός που κυλιέται («κυβιστητήρι καρήνῴ», Νόνν.).
Greek Monotonic
κῠβιστητήρ: -ῆρος, ὁ,
1. ακροβάτης, σε Όμηρ.
2. καταδύτης, σε Ομήρ. Ιλ.
3. αυτός που τινάζεται με το κεφάλι μπροστά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κῠβιστητήρ: ῆρος ὁ
1) плясун-акробат Hom.;
2) пловец, водолаз Hom.;
3) бросающийся вниз головой (ἐς οὖδας πρὸ τειχέων Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυβιστητήρ -ῆρος, ὁ [κυβιστάω] acrobaat. duiker.
Middle Liddell
κῠβιστητήρ, ῆρος,
1. a tumbler, Hom.
2. a diver, Il. 3. one who pitches headlong, Eur.