προβέβουλα

From LSJ
Revision as of 12:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβέβουλα Medium diacritics: προβέβουλα Low diacritics: προβέβουλα Capitals: ΠΡΟΒΕΒΟΥΛΑ
Transliteration A: probéboula Transliteration B: probeboula Transliteration C: provevoula Beta Code: probe/boula

English (LSJ)

isolated poet. pf.2 (προβούλομαι does not occur),

   A prefer one to another, τινά τινος Il.1.113, Q.S.13.347; θάνατον δουλοσύνας Ion Lyr.16: c. inf., AP9.445 (Jul.Aegypt.): abs., make plans, Coluth.199.

German (Pape)

[Seite 711] einzeln stehendes poet. perf. von προβούλομαι, welches im praes. aber nicht vorkommt, lieber wollen, vorziehen, τινά τινος, Einen einem Andern, Il. 1, 113 u. sp. D., wie Iul. Aeg. 39 (IX, 445) die es auch mit dem simplex gleichbedeutend brauchen, Nonn. D. 10, 113; Coluth. 199.

Greek (Liddell-Scott)

προβέβουλα: μεμονωμένος τις ποιητ. πρκμ. β΄· (προβούλομαι δὲν ἀπαντᾷ), προτιμῶ τινα ἑτέρου, τινά τινος Ἰλ. Α. 113, πρβλ. Ἴωνα 10, Ἀνθ. Π. 9. 445, Κόλουθ. 199, κτλ. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Buttm. Ausf. Gr. § 113 Anm. 5.

French (Bailly abrégé)

pf. de l’inus. *προβούλομαι;
préférer : τινά τινος une personne à une autre.
Étymologie: πρό, βούλομαι.

English (Autenrieth)

(βούλομαι), def. pf.: prefer before; τινά τινος, Il. 1.113†.

Greek Monolingual

Α
(ελλειπτ. τ. β' παρακμ. με σημ. ενεστ.)
1. προτιμώ, θέλω κάποιον περισσότερο από άλλον («καὶ γὰρ ῥα Κλυταιμνήστρης προβέβουλα, κουριδίης ἀλόχου», Ομ. Ιλ.)
2. κάνω σχέδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελλειπτ. τ. β' παρακμ. του αμάρτυρου ρ. προβούλομαι.

Greek Monotonic

προβέβουλα: μεμονωμένος ποιητ. παρακ. βʹ (προ-βούλομαι, δεν απαντά), προτιμώ κάποιον έναντι κάποιου άλλου, τινά τινος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

προβέβουλα: [pf. к προβούλομαι предпочесть (τινά τινος Hom., Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβέβουλα [πρό, βούλομαι] poët., alleen perf., de voorkeur geven (boven); met gen.. Κλυταιμνήστρας προβέβουλα ik geef (haar) de voorkeur boven Clytaemnestra Il. 1.113.

Middle Liddell

[an isolated poet. perf. 2 (προ-βούλομαι does not occur)]
to prefer one to another, τινά τινος Il.