κίνησις

From LSJ
Revision as of 22:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίνησις Medium diacritics: κίνησις Low diacritics: κίνησις Capitals: ΚΙΝΗΣΙΣ
Transliteration A: kínēsis Transliteration B: kinēsis Transliteration C: kinisis Beta Code: ki/nhsis

English (LSJ)

[ῑ], εως, ἡ,    A motion, opp. rest (στάσις), Pl.Sph.250a; opp. ἠρεμία, Arist.Ph.202a5, etc.    2 in Cyrenaic philos., λεία κ., = ἡδονή, τραχεῖα κ., = πόνος, D.L.2.86; also αἱ διὰ μορφῆς κατ' ὄψιν ἡδεῖαι κ. Epicur.Fr.67; αἱ κ. αἱ ἀνθρωπικαί human emotions, Arr.Epict. 2.20.19.    3 dance, Ἄρεος κίνασις (sic) Tyrt.16, cf. Luc.Salt.63, Ephes.2 No.71; τραγικὴ ἔνρυθμος κ. Inscr.Magn.165.    4 movement, in a political sense, ἐν κ. εἶναι Th.3.75, cf. Plb.3.4.12; ἡ κ. ἡ Ἰουδαϊκή the Jewish revolt, OGI543.15 (Ancyra, ii A.D.); of the Peloponn. war, Th.1.1.    5 change, revolution, κινήσεις πολιτείας Arist.Pol.1268b25.    6 movement of an army, Plb.10.23.1 (pl.); πολεμικαὶ κ. Ael.Tact.3.4, cf. Arr.Tact.20.1.    b removal, change of abode, Vett.Val.97.17 (pl.), al.    7 Gramm., inflection, τοῦ ζῆμι κ. οὐχ εὕρηται EM410.38.    8 in Law, punitive action, βασιλικὴ κ. Cod.Just.1.3.43.10, cf. 10.27.2.7; also, setting a process in motion, PLond. 5.1663.13 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1440] ἡ, das Bewegen, die Bewegung; Plat. Phaedr. 245 d; Ggstz στάσις Soph. 250 a; Ggstz ἠρεμία Arist. Eth. 7, 14; Folgde. Von taktischen Bewegungen, Pol. 10, 21, 22; Aufregung, Aufruhr, Thuc. 3, 75; καὶ ταραχή Pol. 3, 4, 12; öfter bei Sp., wie Hdn.; πολιτειῶν, Staatsumwälzungen, Arist. pol. 2, 8. – Bei Aristipp. u. der kyrenäischen Schule galt κίνησις λεία σαρκός als höchstes Gut. – Bei den Gramm. die Flexion, bes. des Verbums, E. M.; Umlaut des Vocals, Hdn. περὶ μ. λ.

Greek (Liddell-Scott)

κίνησις: ῑ, εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν στάσιν καὶ ἠρεμίαν, Πλάτ. Σοφιστ. 250A, κτλ.· ὄρχησις, χορός, κ. Ἄρεος Τυρταῖ. 12, πρβλ. Λουκ. π. Ὀρχ. 63· κατὰ τοὺς Κυρηναϊκοὺς φιλοσόφους δὺο πάθη ὑφίσταντο, ὁ πόνος καὶ ἡ ἡδονή: ἡ μὲν λεία κίνησις ἦτο ἡ ἡδονή, ἡ δὲ τραχεῖα κίνησιςπόνος, Διογ. Λ. 2. 86· ― ὁ Ἀριστοτ. συζητεῖ περὶ τῆς ἐπιστημονικῆς σημασίας τῆς κινήσεως ἐν Φυσ. 3. 1., 5. 5., 8. 1, κ. ἀλλ.· ― περὶ διαφόρων ὁρισμῶν τῆς κινήσεως ὅρα Πλουτάρχου περὶ τῶν Ἀρεσκόντ. τοῖς Φιλοσόφ. 1. 23. 2) κίνημα πολιτικόν, ἐν κ. εἶναι Θουκ. 3. 75, πρβλ. Πολύβ. 3. 4, 12· ἐπὶ τοῦ Πελοπονν. πολέμου, κίνησις γὰρ αὕτη μεγίστη δὴ τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο Θουκ. 1. 1. 3) μεταβολή, ἐπανάστασις, πολιτειῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 16. 4) κίνησις στρατεύματος, Πολύβ. 10. 23, 22. 5) ἐν τῇ Γραμματικῇ, κλίσις, Ἐτυμολ. Μέγ. 410. 38.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 mouvement, particul. mouvement de la danse;
2 fig. agitation, trouble, soulèvement.
Étymologie: κινέω.

English (Strong)

from κινέω; a stirring: moving.

English (Thayer)

κινήσεως, ἡ (κινέω) (from Plato on), a moving, agitation: τοῦ ὕδατος, R L).

Greek Monotonic

κίνησις: [ῑ], -εως, ἡ (κινέω),
1. κίνηση, δράση, σε Πλάτ. κ.λπ.· χορός, σε Λουκ.
2. κίνημα, με πολιτική σημασία, σε Θουκ.· λέγεται για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κίνησις: εως (κῑ) ἡ
1) движение (κινήσεως ἀρχὴ τὸ αὑτὸ κινοῦν, sc. ἐστιν Plat.): ἐκδεχόμενοι τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν NT впосл. погов. чающие движения воды, т. е. ожидающие благоприятных обстоятельств;
2) воен. передвижение, перемещение войск Polyb.;
3) народное движение, возмущение (κ. καὶ ταραχή Polyb.);
4) переворот, смена (πολιτειῶν Arst.);
5) волнение, потрясение: κ. αὕτη μεγίστη τοῖς Ἓλλησιν ἐγένετο Thuc. (Пелопоннесская война) была самым большим потрясением для греков.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίνησις -εως, ἡ [κινέω] beweging, verschuiving. onrust, politieke omwenteling:. κίνησις γὰρ αὕτη μεγίστη δὴ τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο want dat is het grootste conflict dat zich in Griekenland heeft afgespeeld Thuc. 1.1.2; κίνησις πολιτείας verandering van staatsvorm Aristot. Pol. 1268b25.

Middle Liddell

κί¯νησις, εως κινέω
1. movement, motion, Plat., etc.: a dance, Luc.
2. movement, in a political sense, Thuc.; of the Peloponn. war, Thuc.

Chinese

原文音譯:k⋯nhsij 企尼西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:攪動 (著) 相當於: (מָנׄוד‎)
字義溯源:行動,運動,動作,動;源自(κινέω)=移動);而 (κινέω)出自(εἰμί)X*=行走,去)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 動(1) 約5:3

English (Woodhouse)

disturbance, movement, political disturbance, political movement, political stir, political unrest, political upheaval

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)