μεταβουλεύω
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
A alter one's plans, change one's mind, ἀμφί τινι Od.5.286. II mostly in Med., Hdt.1.156, E.Or.1526 (troch.); μ. ἄνω καὶ κάτω Pl. Epin.982d; μ. ὥστε μένειν Hdt.8.57: c. μή et inf., μετὰ δὴ βουλεύεαι στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Id.7.12: c. gen., repent of, μ. τῆς ἀφίξεως Alciphr.2.4.19.
German (Pape)
[Seite 145] seinen Beschluß ändern, ἀμφί τινι, Od. 5, 286, μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως. – Gew. im med.; μεταβουλευσόμεσθα Eur. Or. 1526; so auch Her. 7, 12. 8, 57; ἀλλ' οὐ μεταβουλευόμενον ἄνω καὶ κάτω Plat. epin. 982 d; Sp., wie Luc. Prom. 7.
Greek (Liddell-Scott)
μεταβουλεύω: μεταγινώσκω, μεταβάλλω γνώμην, ἀμφί τινι ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως ἀμφ’ Ὀδυσῆϊ, μετέγνωσαν κλ., Ὀδ. Ε. 286. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. μεταβουλεύομαι, Ἡρόδ. 1. 156, Εὐρ. Ὀρ. 1526· μ. ἄνω καὶ κάτω Πλάτ. Ἐπιν. 982D· μ., ὥστε μενέειν Ἡρόδ. 8. 57· μετὰ τοῦ μὴ καὶ ἀπαρ., μετ. στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Ἡρόδ. 7. 12, πρβλ. μεταγιγνώσκω ΙΙ, μεταδοκέω· ὡσαύτως μετὰ γεν., μ. τῆς ἀφίξιος Ἀλκίφρων 2. 4, 19.
French (Bailly abrégé)
se raviser, changer de détermination : ἀμφί τινι OD au sujet de qqn.
Étymologie: μετά, βουλεύω.
English (Autenrieth)
only aor. μετεβούλευσαν, have changed their purpose (cf. μεταφράζομαι), Od. 5.286†.
Greek Monolingual
μεταβουλεύω (Α)
(ενεργ. και συν. μέσ.) αλλάζω γνώμη, παίρνω άλλη απόφαση («εἱ μεταβουλεύσαιο τῆς πρὸς βασιλέα ἀφίξεως», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + βουλεύω / βουλεύομαι «αποφασίζω»].
Greek Monotonic
μεταβουλεύω: μέλ. -σω, τροποποιώ τα σχέδιά μου, αλλάζω τις απόψεις μου, σε Ομήρ. Οδ.· κοινώς όμως ως αποθ. μεταβουλεύομαι, σε Ηρόδ., Ευρ.· μεταβουλεύω στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, αλλάζει γνώμη και δεν εκστρατεύει, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
μεταβουλεύω: преимущ. med. решать по-другому, перерешать, принимать иное решение (μ. ἄλλως ἀμφί τινι Hom.): μεταβουλεύσασθαι ὥστε αὐτοῦ μενέειν Her. переменить свое решение и остаться здесь; ἀλλὰ μεταβουλευσόμεσθα Eur. но мы можем и переменить решение.
Middle Liddell
fut. σω
to alter one's plans, change one's mind, Od.; but commonly as Dep. μεταβουλεύομαι, Hdt., Eur.; μετ. στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα to change one's mind and not march, Hdt.