φονή
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
English (LSJ)
ἡ, always, exc. in Suid., in pl., A carnage, esp. on the field of battle, ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν Il.10.521; ἐν φοναῖς καλῶς πεσόντ' A.Ag.447 (lyr.); ἐν φοναῖς πεπτῶτ' ἄθαπτον S.Ant.696; ἔτι ἐν τῇσι φονῇσι ἐόντας Hdt.9.76; κομισθέντα ἐκ τῶν φονῶν Ael.NA5.1; also of slain beasts, θηρὶ μαχέσσασθαι ἕλικος βοὸς ἀμφὶ φονῇσιν Il.15.633; ἐν φοναῖς θηροκτόνοις E.Hel.154. II blood shed by slaying, θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς laid him weltering in his blood, Pi.P.11.37, cf. Ael.NA1.18,3.21; φονῶν is prob. for φόνων in S.El.11, Tr.558; so ἑρπετὰ καὶ δάκετα . . ὑπ' ἐμᾶς πτέρυγος ἐν φοναῖς ὄλλυται come to a bloody end, Ar.Av.1070 (lyr., paratrag.); ποίῳ δὲ κἀπελύσατ' ἐν φοναῖς τρόπῳ; what was the manner of her bloody end? S.Ant.1314; φοναῖς murderously, ib.1003 (expld. as Adj. by Sch., cf. φονός).
German (Pape)
[Seite 1298] ἡ (φένω), Mord, Ermordung; oft im plur., ἀσπαίρειν ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν Il. 10, 521; μαχήσασθαι βοὸς ἀμφὶ φονῇσιν 15, 633; τιθέναι τινὰ ἐν φοναῖς, = φονεύειν, morden, Pind. P. 11, 37; τὸν ἐν φοναῖς καλῶς πεσόντα Aesch. Ag. 435, wie Soph. Ant. 692; ἐν φονῇσιν εἶναι, im Morden begriffen sein, Her. 9, 76; σπᾶν φοναῖς Soph. Ant. 990, in Mord u. Blut herumzerren; ἄπεστιν ἐν φοναῖς θηροκτόνοις Eur. Hel. 153, er ist abwesend bei Wild tödtendem Morde, d. i. er ist auf der Jagd; μαστὸς ἐν φοναῖς, die Brust mit Blut und Wunden bedeckt, El. 1207. – Auch der Mordplatz, die Wahlstatt, s. Böckh explic. Pind. P. 11, 1-37.
Greek (Liddell-Scott)
φονή: ἡ, (*φένω) σφαγή, φόνος, ἀείποτε ἐν τῷ πληθ. (πλὴν παρὰ Σουΐδ.), ἀσπαίρειν ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν Ἰλ. Κ. 521· μαχήσασθαι βοὸς ἀμφὶ φονῇσι Ἰλ. Ο. 633· τιθέναι τινὰ ἐν φοναῖς = φονεύειν Πινδ. Π. 11. 57· ἐν τῇσι φονῇσιν εἶναι, ἐν τῇ πράξει τοῦ φονεύειν, Ἡρόδ. 9. 76· ἐν φοναῖς πεσὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 446, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 666, 1314, Εὐρ. Ἠλ. 1207· οὕτως ἐν παρῳδουμένῳ Τραγικ. χωρίῳ, ἐν φοναῖς ὄλλυται Ἀριστοφ. Ὄρν. 1070· σπᾶν φοναῖς, διασπᾶν, σπαράττειν ἐν φόνῳ, δηλ. φονικῶς, Σοφ. Ἀντ. 1003 (ἔνθα ὁ Σχολ. ἡμαρτημένως λαμβάνει τὸ φοναῖς ὡς ἐπίθετ.)· ἄπεστιν ἐν φοναῖς θηροκτόνοις, ἀπουσιάζει φονεύων ζῷα ἐν θήρᾳ, Εὐρ. Ἑλ. 154. ΙΙ. τόπος σφαγῆς, πεδίον μάχης, ἴδε Böckh εἰς Πινδ. Π. 11. 37 (56)· καὶ οὕτω τινὲς ἑρμηνεύουσι τὸ ἐν Ἰλ. Ο. 633. ― Ποιητ. λέξις ἐν χρήσει ἅπαξ παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, ὁ δὲ τύπος φόνος εἶναι καὶ παρὰ ποιηταῖς συνηθέστερος, ἀποκλειστικῶς δὲ ἐν χρήσει ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ.
English (Autenrieth)
massacre, murder, pl., ‘rending,’ Il. 15.633.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) συν. στον πληθ.
1. σφαγή, φόνος, φονικό, μακελλειό (α. «τον δ' ἐν φοναῑς καλῶς πεσόντα», Αισχύλ.
β. «ἄνδρας ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν», Ομ. Ιλ.)
2. τόπος σφαγής, θέση σκοτωμού, πεδίο μάχης
3. σπαραγμένο ζώο, αιμόφυρτο πτώμα («μαχήσασθαι... βοὸς ἀμφὶ φονῇσιν», Ομ. Ιλ.)
4. (η δοτ. πληθ. ως επίρρ.) φοναῑς
σε φόνο, με φονικό, σε φονικό («σπῶντας... φοναῑς», Σοφ.)
5. φρ. α) «τιθέναι τινὰ ἐν φοναῑς» — φονεύω κάποιον (Πίνδ.)
β) «ἄπεστι... ἐν φοναῑς θηροκτόνοις» — απουσιάζει, βρίσκεται σε κυνήγι σκοτώνοντας ζώα (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. φόνος κατά τα θηλ.].
Greek Monotonic
φονή: ἡ (*φένω), σφαγή, φόνος, πάντα σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν τῇσι φονῇσιν ἐόντας, βρίσκομαι στην πράξη του φόνου, σε Ηρόδ.· ἐν φοναῖς πεσών, σε Αισχύλ.· σπᾶν φοναῖς, σπαράσσω δολοφονικώς, σε Σοφ.· ἄπεστιν ἐν φοναῖς θηροκτόνοις, απουσιάζει από τη θανάτωση των ζώων κατά το κυνήγι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
φονή: ἡ (только pl.) убийство, резня (ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν Hom.): θεῖναί τινα ἐν φοναῖς Pind. убить кого-л.; ἐν τῇσι φονῇσι εἶναι Her. быть занятым избиением (врагов); ἀπολύσασθαι ἐν φοναῖς Soph. окончить жизнь самоубийством; φοναὶ θηροκτόνοι Eur. охота.
Middle Liddell
φονή, ἡ, [*φένω
slaughter, murder, always in pl., Il.; ἐν τῇσι φονῇσιν εἶναι to be in the act of slaying, Hdt.; ἐν φοναῖς πεσών Aesch.; σπᾶν φοναῖς to rend murderously, Soph.; ἄπεστιν ἐν φοναῖς θηροκτόνοις he is absent a-killing game, Eur.