μεταληπτικός

From LSJ
Revision as of 15:22, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταληπτικός Medium diacritics: μεταληπτικός Low diacritics: μεταληπτικός Capitals: ΜΕΤΑΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: metalēptikós Transliteration B: metalēptikos Transliteration C: metaliptikos Beta Code: metalhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A capable of partaking of, c. gen., Porph.Chr.39; ἀρσενικοῦ γένους Eust.26.31; τὸ μ. capability of receiving form, Platonic name for ὕλη, Arist.Ph.209b12, Placit.1.19.1. II reversed, 'translated', κίνησις Gal.UP7.14; τάσις, ἔντασις, Id.10.443, 18(2).506. III concerning or involving μετάληψις 11.4. Adv. -κῶς Trypho Trop.5, Heraclit.All.26, Sch.Ar.Pl.18. 2 involving μετάληψις 11.5, προβλήματα Syrian.in Hermog.2.153 R.; τρόποι Aps.p.249 H.

German (Pape)

[Seite 148] ή, όν, fähig theilzunehmen, theilnehmend, τινός, Plut. plac. phil. 1, 19. – Zur μετάληψις gehörig, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

μεταληπτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μεταλαμβάνειν· τὸ μεταληπτικόν, ἡ δύναμις τοῦ λαμβάνειν σχῆμά τι, Πλατωνικὸν ὄνομα τῆς ὕλης, Ἀριστ. Φυσ. 4. 2, 3, Πλούτ. 2. 884Α. ΙΙ. ὁ ἐκ περιτροπῆς γινόμενος, κίνησις, τάσις, ἔντασις Γαλην. 3. 573., 10. 443., 18. 2, 506. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν μετάληψιν (ΙΙ. 4), Εὐστ. 26. 31· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 18.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut participer, qui participe à, gén..
Étymologie: μεταληπτός.

Greek Monolingual

μεταληπτικός, -ή, -όν (ΑM) μεταλαμβάνω
αυτός που μπορεί να συμμετάσχει σε κάτι
αρχ.
1. αυτός που γίνεται εξ αντιστροφής, αντίστροφος («μεταληπτική κίνησις», Γαλ.)
2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην από κοινού συμμετοχή, ο κοινός, ο μέτοχος δύο κατηγοριών («τὰ εἰς -ις θηλυκά ὀξύτονα εἰ ἐν τῇ συνθέσει φυλάσσει τὸ θηλυκὸν μόνον γένος..., εί δὲ μεταληπτικὰ γίνονται καὶ ἀρσενικοῡ γένους», Ευστ.)
3. σχετικός με την αντίρρηση, με την ανταπάντηση
4. ο αναφερόμενος στη χρήση λέξεων με διαφορετική σημασία, αλληγορικός. Επιρρ. μεταληπτικῶς (Α)
με συμμετοχή, συμμετοχικώς.

Russian (Dvoretsky)

μεταληπτικός: (со)причастный: τῆς ὕλης μ. Plut. материальный.