ματτύη

From LSJ
Revision as of 14:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ματτύη Medium diacritics: ματτύη Low diacritics: ματτύη Capitals: ΜΑΤΤΥΗ
Transliteration A: mattýē Transliteration B: mattyē Transliteration C: mattyi Beta Code: mattu/h

English (LSJ)

[ῠ] (not-ύα), ἡ, Nicostr.Com.8, Sophil.4.5, Macho 1; but ματτύης, ου, ὁ, Artem. ap. Ath.14.663d; gender doubtful in Philem. 9,12, Alex.205:—A a rich, highly-flavoured dish, made of hashed meat, poultry, and herbs, and served cold as a dessert, of Macedonian or Thessalian origin, cf. Poll.6.70 (ματύλλη codd.).—Especially freq. in the New Comedy acc. to Ath.14.662f: but ματτυολοιχός is prob. cj. for ματιολοιχός (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

ματτύη: (οὐχὶ -ύα), ἡ, Νικόστρ. ἐν «Ἀπελαυνομένῳ» 1, Σώφιλ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 1. 5, Μάχων ἐν «Ἀγνοίᾳ» 1· ἀλλὰ ματτύης, ου, ὁ, Ἀρτεμίδ. παρ’ Ἀθην. 663D· (παρὰ Φιλήμ. καὶ τοῖς παρ’ Ἀθηναίῳ μνημονευομένοις ἄλλοις ποιηταῖς, 663F κἑξ., τὸ γένος ἀμφίβολον)· - πολυτελές τι καὶ ὀρεκτικώτατα παρεσκευασμένον λίχνευμα ἐξ ἀρνείου καὶ ἐριφείου κρέατος, ἐκ κιχλῶν, κοσσύφων καὶ ἄλλων ὀρνίθων, παρατιθέμενον μετὰ τὸ δεῖπνον ψυχρόν, Λατ. mattea ἢ mattya, Meineke εἰς Μένανδρ. 861. Ὁ Μάχων, ἔνθ’ ἀνωτ., λέγει ὅτι ἦτο Μακεδονικὸν (ἢ Θεσσαλικὸν) ἔδεσμα καὶ ὅτι ἡ λέξις δεν κατέστη κοινὴ ἐν Ἀθήναις εἰμὴ κατὰ τοὺς χρόνους τῆς νέας κωμῳδίας ὑπὸ τὴν Μακεδονικὴν κυριαρχίαν, πρβλ. Πολυδ. ϛʹ, 70 (ἔνθα ματύλλη). Εἰ οὕτως ἔχει, τότε ἡ τοῦ Bentley εἰκασία ματτυολοιχὸς (ἀντὶ ματιολοιχός), ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 451, δέον να ἐγκαταλειφθῇ, ἴδε Dind. ἐν τόπῳ: ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τὸ μάτιον, ὡς μικρόν τι μέτρον, καὶ τὸ ματιολοιχὸς κρουσιμέτρης· «ματιολοιχός, ἤτοικρουσιμέτρης (μάτιον γὰρ εἶδος μέτρου) ἢ ὁ φειδωλός», κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sorte de ragoût de volailles et de viandes assaisonnées de plantes diverses, mets d’origine macédonienne.
Étymologie: DELG pê mot macédonien.

Greek Monolingual

ματτύη, ἡ (Α)
νόστιμο φαγητό μακεδονικής και θεσσαλικής προέλευσης που παρασκευαζόταν από κοπανισμένο κρέας πουλερικών, αρνήσιο, κατσικήσιο και από χορταρικά και σερβιριζόταν κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ματτύη θεωρήθηκε λέξη της μακεδονικής διαλέκτου που γενικεύθηκε στην Ελληνική (πρβλ. λατ. mattea-ya). Πιθανόν να πρόκειται για παρ. ενός αμάρτυρου ματτύς (πρβλ. ἰχθύη: ἰχθύς, δελφύα: δελφύς) < μακτύς με αφομοίωση του -κ- προς το -τ-. Στην περίπτωση αυτή η λ. παράγεται από θ. μακ- του μάσσω (βλ. λ. μάσσω). Κατ' άλλη άποψη, τέλος, λιγότερο πιθανή, η λ. ματτύη (< μαθιυᾱ) συνδέεται με το ρ. μασῶ (πρβλ. σλοβακικό metyja «χυλός από κεχρί»)].

Greek Monotonic

ματτύη: ἡ και ματτύης, -ου, ὁ, ένα πιάτο με λιχουδιές, σε Μένανδρ.· βλ. ματιολοιχός.

Russian (Dvoretsky)

ματτύη: ἡ мясной салат или рагу (македонское кушанье, подававшееся в конце обеда).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: name of a sweet dish, which is made from all kinds of ingredients like minced meet, poultry, aromatic spices, and ascribed to the Thessalians, and also the Macedonians (midd. a. new Com.).
Other forms: () f., also -ης m.
Compounds: As 1. member in ματτυο-κόπης m. surname (Amm. Marc.), perh. also in ματτυο-λοιχός (Ar. Nu. 451 a. Hdn. Gr. 1, 231 after Bentley; codd. ματιο-).
Derivatives: ματτυάζω prepare a μ. (Alex.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Prob. from *ματτύς (ἰχθύη : ἰχθύς, δελφύα : δελφύς etc.), which can stay with assimilation for *μακ-τύς (vgl. Schwyzer 316); so a τυ-deriv. of μάσσω (< *μακ-ι̯ω) knead; s. Kalén Quaest. gramm. gr. 91ff. (with extensive treatment) with Ath. 14, 663 b. Much less probable is the by K. given alternative as backformation from *ματτύω, *ματτύνω, *μασ(σ)ύνω from *μάσ(σ)υνος, haplological for *μασ(σ)ό-συνος from *μαθι̯οσυνος, to μασάομαι chew; cf. the doubts by Kretschmer Glotta 11, 247f. To be rejected Ehrlich KZ 41, 288f. (s. Bq and Kalén l.c.). Nor with Machek Ling. Posn. 5, 66 to Slovak. metyja bouillie de millet. -- The a-vocalism and the geminate ττ might point to a Pre-Greek word. Lat. LW [loanword] mattea; s. W.-Hofmann s. v.

Middle Liddell

ματτύη, ἡ,
a dainty dish, Menand.: v. ματιολοιχός.

Frisk Etymology German

ματτύη: {mattúē}
Forms: (-α), auch -ης m.
Grammar: f.
Meaning: N. eines leckeren Gerichtes, das aus allerhand Ingredienzen wie gehacktem Fleisch, Geflügel, aromatischen Kräutern bereitet und den Thessalern, auch den Makedonen zugeschrieben wurde (mittl. u. neue Kom.).
Composita : Als Vorderglied in ματτυοκόπης m. Spitzname (Amm. Marc.), viell. auch in ματτυολοιχός (Ar. Nu. 451 u. Hdn. Gr. 1, 231 nach Bentley; codd. ματιο-).
Derivative: Davon ματτυάζω ‘eine μ. zubereiten’ (Alex.).
Etymology : Wohl aus *ματτύς erweitert (ἰχθύη : ἰχθύς, δελφύα : δελφύς usw.), das mit Assimilation für *μακτύς stehen kann (vgl. Schwyzer 316); mithin eine τυ-Ableitung von μάσσω (< *μακι̯ω) kneten; s. Kalén Quaest. gramm. gr. 91ff. (wo ausführliche Behandlung) mit Ath. 14, 663 b. Weit weniger wahrscheinlich ist die von K. zur Wahl gebotene Erklärung als Rückbildung aus *ματτύω, *ματτύνω, *μασ(σ)ύνω von *μάσ(σ)υνος, haplologisch für *μασ(σ)όσυνος aus *μαθι̯οσυνος, zu μασάομαι kauen; vgl. die Bedenken bei Kretschmer Glotta 11, 247f. Abzulehnen Ehrlich KZ 41, 288f. (s. Bq und Kalén a.a.O.). Auch nicht mit Machek Ling. Posn. 5, 66 zu slovak.. metyja bouillie de millet. — Lat. LW mattea; s. W.-Hofmann s. v. m. Lit.
Page 2,185-186