ἐπίφθεγμα

From LSJ
Revision as of 08:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίφθεγμα Medium diacritics: ἐπίφθεγμα Low diacritics: επίφθεγμα Capitals: ΕΠΙΦΘΕΓΜΑ
Transliteration A: epíphthegma Transliteration B: epiphthegma Transliteration C: epifthegma Beta Code: e)pi/fqegma

English (LSJ)

ατος, τό, A refrain, παιανικὸν ἐ., of the refrain ἰὴ Παιάν, Ath.15.696f. II interjection, A.D.Synt.52.26.

German (Pape)

[Seite 1000] τό, das dabei, dagegen Gesagte, Gesungene, Sp.; so heißt ἰώ ἐπίφθ. παιανικόν, Ath. XV, 696 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίφθεγμα: τό, πᾶν ὅ,τι προφέρεται ἐναντίον τινός, ἐπιτίμησις, ἐπίπληξις, ἀπειλή, Ἰω. Χρυσ. τ. 5. σ. 140, 23, Εὐσ. Ἀποσπασμάτ. σ. 142, 29, κλ. ΙΙ. ἐπιφώνημα, ὡς τὸ ὤμοι ἐγὼ Ἀπολλ. Δ. περὶ Ἐπιρρ. 537, 10· κλητικὸν ἐπίφθεγμα τὸ ὦ ὁ αὐτ. περὶ Συντ. 52, 26· παιωνικὸν ἐπίφθεγμα Ἀθήν. 696F. ΙΙΙ. ἡ προσθήκη χορικῆς ᾠδῆς, ἥτις ὡσαύτως καλεῖται καὶ ἐπιφθεγματικὸν σύστημα, «ἔστι δέ τινα καὶ τὰ καλούμενα ἐπιφθεγματικά, ἃ διαφέρει ταύτῃ τῶν ἐφυμνίων, ὅτι τὰ μὲν ἐφύμνια ὡς πρὸς τὸν νοῦν συντελεῖ, τὰ δὲ ἐπιφθεγματικὰ ἐκ περιττοῦ ὡς πρὸς τὸ λεγόμενον τῇ στροφῇ πρόσκειται» Ἡφαιστ. 130, «τοῦτο οὐκ ἔστιν ἐπῳδός... ἀλλὰ καλεῖται σύστημα ἐπιφθεγματικὸν» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 338.

Greek Monolingual

το (Α ἐπίφθεγμα) επιφθέγγομαι
νεοελλ.
ειδικώς οι επιφωνηματικές εκφράσεις με τις οποίες ο άνθρωπος οδηγεί τα ζώα ή τά προσκαλεί κοντά του, π.χ. ψι ψι ψι, ντε ντε κ.λπ.
αρχ.
1. επωδός, τσάκισμα («παιωνικὸν ἐπίφθεγμα», Αθήν.)
2. ό,τι λέγεται για επίπληξηκαθάπερ βακτηρίαν τινὰ τὸ ἐπίφθεγμα τοῡτο ὀρέγων», Ιωάνν. Χρυσ.)
3. επιφώνημα («κλητικὸν ἐπίφθεγμα», Απολλ. Δύσκ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπίφθεγμα: ατος τό возглас, восклицание, грам. междометие.