επέρχομαι
Ἥδιστόν ἐστιν τῶν ὑπαρχόντων κρατεῖν → Opes tenere, non teneri opibus iuvat → Am besten hast du jede Lage fest im Griff | Am liebsten Herr sein über das Vorhandene
Greek Monolingual
(AM ἐπέρχομαι)
1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
2. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά
3. ακολουθώ, διαδέχομαι
4. (μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι επερχόμενοι, -ες, -a (AM ἐπερχόμενοι, -αι, -α)
αυτοί που έρχονται ύστερα από μάς, οι μεταγενέστεροι
μσν.- νεοελλ.
1. προσβάλλω, πλήττω αιφνιδιαστικά
2. κατέρχομαι πάνω σε κάποιον («πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ»)
αρχ.-μσν.
1. πλησιάζω («ὄρνις γάρ σφιν ἐπῆλθε»)
2. εισβάλλω
3. απρόσ. ἐπέρχεται
συμβαίνει
αρχ.
1. πηγαίνω σε κάποιον να του ζητήσω συμβουλή («μάντεις δ' ἐπῆλθες ἐμπύρων τ' εἶδες φλόγα;», Ευρ.)
2. φθάνω, πηγαίνω
3. κατηγορώ, επιτιμώ («ταῡτα μὲν σε πρῶτ' ἐπήλθον», Ευρ.)
4. (για πρόσοδο) εισπράττομαι
5. (για χρόνο) ξαναέρχομαι, φθάνω («ἀλλ' ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι», Ομ. Οδ.)
6. πλησιάζω («νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλθε»)
7. (για δεύτερη γυναίκα) έρχομαι στο σπίτι του συζύγου
8. επισκέπτομαι έναν τόπο («πολλὴν δ' ἐπελήλυθα γαῑαν», Ομ. Οδ.)
9. περπατώ πάνω σε κάτι, περνώ
10. (για ποταμό) κατακλύζω («ἐπέρχεται δὲ ὁ Νεῑλος, ἐπεὰν πληθύῃ, οὐ μόνον τὸ Δέλτα»)
11. πραγματεύομαι, εξετάζω, ερευνώ («εἴθ' ἐπέλθοις ἅπαντά μοι σαφῶς», Αριστοφ.)
12. διηγούμαι, αφηγούμαι («ὧδ' οὖν ἡμεῑς λέγομεν πρῶτον περὶ πάσης γενέσεως ἐπελθόντες», Αριστοτ.)
13. κατορθώνω, επιτελώ («τοσάδε ἐπῆλθον πολέμῳ τε καὶ διαχειρίσει πραγμάτων», Θουκ.)
14. ακολουθώ τα ίχνη, το παράδειγμα, μιμούμαι («πάτρῳ τε ἐπερχόμενος ἀγλαΐαν ἔδειξε», Πίνδ.).