ἀνηκουστέω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A to be unwilling to hear, disobey, c. gen., οὐδ' ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησε Il.15.236; τῶν πατρὸς λόγων A.Pr.40; τῶν νόμων Th.1.84: c. dat., ἀ. τοῖσι στρατηγοῖσι Hdt.6.14: also abs., 1.115, Aen.Tact.10.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηκουστέω: μέλλ. -ήσω, δὲν θέλω νὰ ἀκούσω, παρακούω, μετὰ γεν., οὐδ’ ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησεν Ἰλ. Ο. 236, ΙΙ. 676· τῶν πατρὸς λόγων Αἰσχύλ. Προμ. 40· τῶν νόμων Θουκ. 1. 84: - μετὰ δοτ., ἀν. τοῖσι στρατηγοῖσι Ἡρόδ. 6. 14: ὡσαύτως ἀπολ., 1. 115· πρβλ. τὸν ποιητ. τύπον νηκουστέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ne pas entendre, ne pas écouter, désobéir à, gén. ou dat..
Étymologie: ἀνήκουστος.
English (Autenrieth)
(ἀνήκουστος, ἀκούω): be disobedient, w. genitive. Cf. νηκουστέω. (Il.)
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. jón. ἀνηκούστεε Hdt.1.115]
no prestar oído a, desobedecer c. gen. οὐδ' ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησεν Ἀπόλλων Il.15.236, 16.676, τῶν πατρὸς λόγων A.Pr.40, αὐτών (τῶν νόμων) Th.1.84, ἂν οἱ ναῦται τῶν κυβερνητῶν ἀνηκουστῶσι D.C.41.33.3
•c. dat. τοῖσι στρατηγοῖσι Hdt.6.14
•abs. Hdt.1.115, Aen.Tact.10.3.
Greek Monotonic
ἀνηκουστέω: μέλ. -ήσω, είμαι απρόθυμος να υπακούσω, απειθώ, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Θουκ.· με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνηκουστέω: не слушаться, не повиноваться (τινος Hom., Aesch., Thuc. и τινι Her.).
Middle Liddell
[from ἀνήκουστος
to be unwilling to hear, to disobey, c. gen., Il., Aesch., Thuc.; c. dat., Hdt.; absol., Hdt.