λιμένας
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek Monolingual
και λιμήν, ο (AM λιμήν, -ένος)
1. φυσική ή τεχνητή περιοχή θαλάσσιας ακτής ή όχθης ποταμού ή λίμνης, η οποία προσφέρεται για ασφαλή ελλιμενισμό, παραμονή, φόρτωση και εκφόρτωση τών πλοίων που αγκυροβολούν σε αυτήν, αλλ. λιμάνι («λιμένος πολυβενθέος ἐντὸς ἵκαντο», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. ασφαλές καταφύγιο («οὗτος... λιμὴν πέφανται τῶν ἐμῶν βουλευμάτων», Ευρ.)
αρχ.
1. μέρος όπου συγκεντρώνει κάποιος κάτι, δοχείο, θήκη ή ταμείο («πλούτου λιμήν», Αισχύλ.)
2. (στη Θεσσαλία και στην Πάφο) αγορά
3. μτφ. η πηγή της γέννησης, η μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λι-μήν συνδέεται άμεσα με τη λ. λειμών και εμφανίζει επίθημα -μήν, -μένος (πρβλ. ποι-μήν, πυθ-μήν). Η λ. μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή ως ri-mene, που αποτελεί πιθ. τοπωνύμιο. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ευρύτερα ο τ. λιμάνι .
ΠΑΡ. λιμένιο(ν)
αρχ.
λιμενίζω, λιμένιος, λιμενίτης, λιμενίτις, λιμηρός (II)
αρχ.-μσν.
λιμενιτικός
μσν.
λιμενάριον, λιμενεύω
μσν.- νεοελλ.
λιμενίσκος
νεοελλ.
λιμενικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λιμενοειδής, λιμενοφύλακας(-αξ)
αρχ.
λιμενήοχος, λιμενορμίτης, λιμενοσκόπος
μσν.
λιμενοποιία, λιμενουργία
νεοελλ.
λιμενάρχης, λιμενοβραχίονας, λιμενοδείκτης, λιμενολόγιο, λιμενοσταθμάρχης, λιμενόφραγμα. (Β' συνθετικό) αρχ. ευλιμήν νεοελλ. αερολιμένας].