γαλαξίας

From LSJ
Revision as of 13:26, 18 July 2021 by Spiros (talk | contribs)

μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτοςgreat is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαλαξίας Medium diacritics: γαλαξίας Low diacritics: γαλαξίας Capitals: ΓΑΛΑΞΙΑΣ
Transliteration A: galaxías Transliteration B: galaxias Transliteration C: galaksias Beta Code: galaci/as

English (LSJ)

ου, ὁ: 1 (sc. κύκλος) the Milky Way, D.S.5.23, Luc.VH1.16, Man.2.116, etc.; in full, γ. κύκλος Placit.2.7.1, Sallust.4. II (sc. λίθος) = λίθος μόροχθος, tailor's chalk, Dsc.5.134. III = γαλεός 1, Gal.6.727 (v.l. γαλεξ-).

German (Pape)

[Seite 471] ὁ (sc. κύκλος, was oft dabei steht, D. Sic. 5, 23), 1) die Milchstraße, D. Sic. 5, 23; Luc. V. Hist. 1, 16 u. a. Sp. – 2) λίθος, = γαλακτίτης, Plin. 37, 10.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλαξίας: -ου, ὁ:
1) (ἐξυπακ. κύκλος), ὁ ἐν τῷ οὐρανῷ λευκὸς καὶ πολύαστρος δρόμος (κοιν. ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς) Λατ. circulus lacteus, via lactea, Διόδ. 5. 23, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 16, κτλ.· παρὰ Πτολεμ., γαλακτίας.
ΙΙ. (ἐξυπακ. λίθος) = γαλακτίτης, Διοσκ. 5. 152. ΙΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Γαλην. 6. σ. 395, ἔνθα γαλεξίας.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de lait, lacté : ὁ γαλαξίας κύκλος PLUT la voie lactée litt. le cercle lacté.
Étymologie: γάλα.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 Vía Láctea D.S.5.23, Luc.VH 1.16, Man.2.116, Cat.Cod.Astr.9(1).185, tb. denominada γ. κύκλος Ph.1.27, Sallust.4.8, Plu.2.892e, Cat.Cod.Astr.9(1).188.
2 mineral. greda Dsc.5.134, Plin.HN 37.162.
3 ict. prob. lamprea apreciadísima por los romanos, Gal.6.727, Orib.2.52.

Greek Monolingual

ο (AM γαλαξίας)
φακοειδές σύστημα με δισεκατομμύρια αστέρων και μεγάλα ποσά μεσοαστρικής ύλης η οποία αποτελείται από σκόνη και αέρια
νεοελλ.
1. κάθε ένα από τα πρώτα δόντια τών παιδιών και τών μικρών ζώων
2. (ορυκτ.) ορυκτό που αποτελείται από πυριτικό μαγνήσιο και αργίλιο, σαπωνόλιθος
3. ζωολ. είδος ψαριού
4. γένος Ανθόζωων της οικογένειας Στυλινιδών
5. είδος μύκητα
6. άλογο που έχει λευκό τρίχωμα στα χείλη
αρχ.
1. το ψάρι γαλέος
2. το ορυκτό μόροχθος που το χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Αίγυπτο για να λευκαίνουν υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. γαλαξίας (ενν. κύκλος) < γαλακτ-ιας < γάλα, -κτος + (επίθημα) -ίας (με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι-). Το μαρτυρούμενο γαλακτίας αποτελεί μτγν. λ.].

Russian (Dvoretsky)

γᾰλαξίας: ου ὁ (тж. γ. κύκλος) астр. млечный путь Arst., Plut., Luc., Diod.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαλαξίας -ου, ὁ γάλα astr. de Melkweg. Luc. 13.16.

Translations

Afrikaans: Melkweg; Albanian: Rruga e Qumështit, Kashta e Kumtrit; Arabic: دَرْب اَلتَّبَّانَة‎; Aramaic; Classical Syriac: ܐܘܪܚܐ ܕܓܢܒܐ‎, ܫܒܝܠ ܬܒܢܐ‎; Armenian: Ծիր Կաթին; Asturian: Camín de Santiago; Azerbaijani: Süd Yolu; Bashkir: Ҡош Юлы; Basque: Esne Bidea; Belarusian: Мле́чны Шлях; Bengali: আকাশগঙ্গা; Bulgarian: Мле́чен път; Burmese: နဂါးငွေ့တန်း ဂယ်လက်ဆီ, နဂါးငွေ့; Catalan: la Via Làctia; Chinese Mandarin: 銀河系, 银河系; Chukchi: Чыгэйвээм; Chuvash: Хуркайӑк ҫулӗ; Coptic: ⲡⲓⲙⲱⲓⲧ ⲛ̀ⲧⲉ ⲡⲓⲧⲱϩ; Cornish: Hyns Sen Jamys; Crimean Tatar: Kâbe Yolu; Czech: Mléčná dráha; Danish: Mælkevejen; Dutch: Melkweg; Dzongkha: རྒིལ་འག་སྨེ་ཡེར; Esperanto: Lakta Vojo; Estonian: Linnutee; Faroese: vetrarbreyt, mjólkarvegur, stjørnubreyt; Finnish: Linnunrata; French: Voie lactée; Galician: Vía Láctea; Georgian: ირმის ნახტომი, რძიანი გზა, ხარის ნავალი, დათვისფეხა; German: Milchstraße; Greek: Γαλαξίας; Gujarati: દૂધ ગંગા, આકાશગંગા; Hebrew: שביל החלב‎; Hiligaynon: Balatas; Hindi: आकाशगंगा, नक्षत्रवीथि, छायापथ, आकाश जनेऊ, क्षीरपथ, कहकशाँ; Hungarian: Tejútrendszer, Tejút; Icelandic: vetrarbraut, mjólkurslæða; Ido: laktovoyo; Indonesian: Bima Sakti; Irish: Bealach na Bó Finne, Claí Mór na Réaltaí, An Láir Bhán; Italian: Via Lattea; Japanese: 銀河系, 天の川銀河, 天河; Kashubian: Mlecznô Droga; Kazakh: Құс жолы; Khmer: កញ្ចុំផ្កាយជើងភ្នាយ; Korean: 우리 은하, 은하), 은하수); Kyrgyz: Кой Жолу, Саманчы Жол, Куш Жолу; Lao: ທາງຊ້າງເຜືອກ; Latin: Via Lactea; Latvian: Piena Ceļš; Lezgi: Карванд Рехъ; Lithuanian: Paukščių Takas; Luxembourgish: Mëllechstrooss; Macedonian: Мле́чен Пат, Ку́мова Сла́ма; Malagasy: làlana mandronono; Malay: Bimasakti; Manx: Raad Mooar Ree Gorree; Maori: Te Mangōroa, te Ikaroa, Roiata; Mongolian: Тэнгэрийн заадас; Navajo: yikáísdáhí; Norman: Les'mîns d'St. Jacques; Norwegian Bokmål: Melkeveien; Nynorsk: Mjølkevegen; Ossetian: Ӕрфӕныфӕд; Persian: راه شیری‎; Polish: Droga Mleczna; Portuguese: Via Láctea; Punjabi: ਆਕਾਸ਼ਗੰਗਾ; Romanian: Calea Lactee; Russian: Мле́чный Путь; Sanskrit: आकाशगङ्गा; Scottish Gaelic: Sgrìob Chlann Uis, Slighe Chlann Uisnich; Serbo-Croatian Cyrillic: Млечни Пут, Млијечни Пут; Roman: Mlečni Put, Mliječni Put; Shona: muzvcazi; Silesian: Mlyczno Cesta; Sinhalese: ක්‍ෂීරපථය; Slovak: Mliečna cesta; Slovene: Rimska cesta; Spanish: Vía Láctea; Swedish: Vintergatan; Tagalog: Daang Magatas, Daang Malagatas, Ariwanas; Tajik: Роҳи Каҳкашон; Tatar: Каз Юлы; Telugu: నక్షత్రవీధి; Thai: ทางช้างเผือก; Turkish: Samanyolu; Tuvan: Дээр оруу; Ukrainian: Чума́цький Шлях; Uzbek: Somon yoʻli; Vietnamese: Ngân Hà; Walloon: Voye Sint-Djåke; Welsh: Llwybr Llaethog, Bwa'r Gwynt