πελεκάνος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
Greek Monolingual
(I)
και πελεκάν, ο / πελακάν, -ᾱνος και πελεκᾱνος, -άνου, ΝΜΑ
1. γένος και κοινή, σήμερα, ονομασία τών υδρόβιων πελεκανόμορφων πουλιών τα οποία, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκουν στην οικογένεια pelicanidae, είναι από τα πιο μεγαλόσωμα πουλιά, έχουν αδέξιο βάδισμα και χαρακτηρίζονται από ένα διασταλτό φαρυγγικό σάκο στο κάτω μέρος του ράμφους μέσα στον οποίο αποθηκεύουν τη λεία τους
2. το πτηνό δρυοκολάπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πελεκάν, -ᾶνος έχει σχηματιστεί από το θ. του πέλεκυς, με επίθυμα -άν, -ᾶνος που θυμίζει ονόματα επήλυδων φυλών (πρβλ. Ἀκαρνᾶνες). Το πουλί ονομάστηκε έτσι λόγω του μεγάλου ράμφους του, που κόβει σαν πέλεκυς (πρβλ. και πελεκίνος, πελεκᾶς, -ᾶντος). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. pelecanus) και από αυτήν οι ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. / γαλλ. pelican). Ο νεοελλ. τ., τέλος, πελεκάνος < αρχ. πελεκάν, κατά τα αρσ. σε -ος].
(II)
ο
αυτός που πελεκά ξύλα, ξυλοτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεκυς + κατάλ. -άνος (πρβλ. βετεράνος)].