δούλος

From LSJ
Revision as of 08:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst

Menander, Monostichoi, 359

Greek Monolingual

-η και -α, -ο (AM δοῡλος, -η, -ον)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου
μσν.- νεοελλ.
1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός
2. «δοῡλος τοῦ θεοῡ» — υπηρέτης του θεού, αφοσιωμένος στον θεό
νεοελλ.
1. αυτός που κυριαρχείται και παρασύρεται από κάτι (κατάσταση, πάθος κ.λπ.) («δούλος του χρήματος»)
2. παροιμ. α) «αν δεν γίνει κανείς δούλος, δεν γίνεται αφέντης» — μόνο αν δουλέψει κανείς για άλλον θα καταλάβει τη σημασία του χρήματος
β) «νηστεύει ο δούλος του θεού, γιατί ψωμί δεν έχει»
ειρων. για τους συγκρατημένους εξαιτίας ανέχειας
γ) «δούλο τρέφεις, εχθρό τρέφεις ή διάβολο» — οι δούλοι ως ξένοι αδιαφορούν για τις υποθέσεις των αφεντικών τους κι επιπλέον ως γνώστες τών οικογενειακών μυστικών γίνονται επικίνδυνοι («να μη γίνεις δούλος σ’ αφεντικό που ήταν δούλος και να μην πάρεις δούλο που ήταν αφεντικό»)
αρχ.-μσν.
υποτελής, υπήκοος
αρχ.
1. ως επίθ. μτφ. εξαρτημένος, υποχείριος, δευτερεύων
2. συνεκδ. δουλικός, δουλοπρεπής
3. (το ουδ. πληθ. με περιληπτ. έννοια) τά δοῡλα
4. (κατά τον Ησύχιο) «ἡ οἰκία ἤ τὴν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέλευσιν τῶν γυναικῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Έχει υποτεθεί ότι πρόκειται για καρικό ή λυδικό ή ακόμη και βορειοσημιτικό δάνειο. Οι μυκηναϊκοί τύποι do-e-ra «σκλάβος, δούλος», do-e-ra «σκλάβα, δούλη» μαρτυρούν συναίρεση στο ελλ. δούλος. Στη γλώσσα του Ησυχίου «δούλος
η οικία...» πρέπει ίσως να αντικατασταθεί η λ. δούλος από τ. δούμος παρά το πρόβλημα της αλφαβητικής σειράς που προκύπτει από την αλλαγή. Τέλος παραμένει αναπόδεικτη μια υποτιθέμενη σχέση του δούλος με τη ρίζα του δίδωμι. Στην αρχαιότητα η λ. δούλος σήμαινε τον σκλάβο γενικά, τον υπηρέτη τών θεών, ακόμη αποδόθηκε και σε λαούς υποταγμένους
συνδεόταν δε σημασιολογικά με τα: οικέτης «ο δούλος που υπηρετεί τον οίκο και διαμένει σ' αυτόν», σώμα «δούλος», θεράπων «ο ακόλουθος, αυτός που προσφέρει κάποια υπηρεσία, ο δούλος», ανδράποδον «ο αιχμάλωτος πολέμου που γίνεται δούλος». Η λ. δούλος εμφανίζει μεγάλη παραγωγική δύναμη και απαντά ως α' συνθετικό με τη μορφή δούλο- κυρίως σε μεταγενέστερα σύνθετα (πρβλ. δουλαγωγός, δουλοδιδάσκαλος) και ως β' συνθετικό με τη μορφή -δουλος (πρβλ. εθελόδουλος, ιερόδουλος, σύνδουλος)].