μούντζα

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source

Greek Monolingual

και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα)
καπνιά, μουντζούρα
νεοελλ.
1. κηλίδα, μελανιά
2. επίχριση του προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό
3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ. φάσκελο, φασκελιά
4. φρ. α) «τύφλα και μούντζα» — λέγεται ως επιφώνημα υβριστικό σε κάποιον που σφάλλει, που σκοντάφτει ή κάνει κάτι αδέξια
β) «μούντζες νά 'χει τέτοιος πού 'ναι» — λέγεται για δήλωση έσχατης περιφρόνησης
5. παροιμ. «αν πεθάνω από συνάχι, η πανούκλα μούντζες νά 'χει» — λέγεται για κάποιον που καταβάλλεται από μηδαμινό και ανάξιο λόγου εχθρό
μσν.
1. υβριστ. αβλεψία, τύφλα
2. κακοτυχία, ατυχία
3. φρ. α) «ἀλείφω κάποιον τὶς μοῡζες» — ντροπιάζω κάποιον με τις πράξεις μου ή κοροϊδεύω, εξαπατώ
β) «χρίω κάποιον τὴν μούζαν» — περιφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μούντα < μούντη < μουντός «σκοτεινός», απ' όπου και η αρχική σημ. της λ. «καπνιά» (για την τροπή του -ντ- σε -ντζ- σε ιδιώματα, πρβλ. αντανεμίζω-αντζανεμίζω, κρεμανταλάς-κρεμαντζαλάς, αγαντάρω-αγαντζάρω). Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται < περσ. muzh, ενώ κατ' άλλους < παλαιότ. γαλλ. museau ή βεν. muso. Οι τ. μούτζα και μούζα εμφανίζονται σε ιδιώματα. Η λ. μούντζα, τέλος, έλαβε τη σημ. «υβριστική χειρονομία, φάσκελο» επειδή το φασκέλωμα γινόταν με ανοιχτή παλάμη μαυρισμένη με μουντζούρα].