ἀνυπεύθυνος
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ον, A not liable to a εὔθυνα, not accountable, of persons, esp. magistrates or statesmen, Ar.V.587, Pl.Lg.761e; ἀ. ἄρχειν ib. 875b, cf. Arist.Pol.1295a20; = Lat. dictator, Plu.Fab.3. Adv. -νως Andronic. Rhod.p.574M., D.S.1.70. 2 of things, beyond human control or criticism, τὰ τῆς τέχνης ἀ. Hp.Praec.7; ἀνάγκη Epicur.Ep. 3p.65U.; ἐξουσία ἀ. unchartered freedom, Phld.Herc.1251.3. II that will not bear investigation, ἔργα Ph.2.266.
German (Pape)
[Seite 266] keine Rechenschaft abzulegen verpflichtet, nicht verantwortlich, καὶ αὐτοκράτωρ Plat. Legg. IX, 875 d; öfter ἄρχων; Arist.; Ar. Vesp. 587; bei Plut. der Dictator.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπεύθῡνος: -ον, μὴ ὑποκείμενος εἰς εὐθύνην, μὴ ὑπεύθυνος, Ἱππ. 27. 15, Ἀριστοφ. Σφ. 587, Πλάτ. Νόμ. 761Ε, 875Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 24, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἀνεύθυνος. - Ἐπίρρ. -νως Διόδ. 1. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a pas de comptes à rendre, non responsable.
Étymologie: ἀ, ὑπεύθυνος.
Spanish (DGE)
(ἀνυπεύθῡνος) -ον
I 1jur. que no está sometido a rendición de cuentas de magistrados o jurados, Ar.V.587, Pl.Lg.761e, ἀ. ... ἄρξῃ Pl.Lg.875b, cf. Arist.Pol.1295a20, ἀ. εἶναι PFrankf.1.34, 87 (III a.C.), PTeb.700.54 (II a.C.), BGU 1102.34 (I a.C.), Plb.32.10.7
•de abstr. ἀ. δὲ καὶ ἀζήτητον ... οὐδέν ἐστι no hay nada que no pueda ser descubierto ni libre de rendir cuentas Aeschin.3.22.
2 que está fuera del control humano τὰ τῆς τέχνης ἀ. Hp.Praec.7, ἀνάγκη Epicur.Ep.[4] 133, ἐξουσία Plb.27.10.2, Phld.Herc.1251.3.10
•ilimitado εὐωχία IGLS 51.10
•que no se investiga ἔργα Ph.2.266
•subst. ὁ ἀ. dictador Plu.Fab.3.
II adv. -ως con toda autoridad ἄρχειν πλήθους ἀ. Andronic.Rhod.p.574, πάντα πράττειν ... ἀ. D.S.1.70.
Greek Monolingual
ἀνυπεύθυνος, -ον (AM)
(για πρόσωπα) αυτός που δεν υπόκειται σε έλεγχο, που δεν είναι υπόλογος για κάτι
αρχ.
(για πράγματα) όποιος δεν επιδέχεται έλεγχο ή επίκριση.
Greek Monotonic
ἀνυπεύθῡνος: -ον (εὐθῦναι), μη υποκείμενος σε ευθύνη, ανεύθυνος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνυπεύθῡνος: неподотчетный, (ни перед кем) не ответственный, бесконтрольный, неограниченный (ἄρχων Plat.; μοναρχία Arst.; δυναστεῖαι Plut.): ἀ. δρᾶν τι Arph. поступать по своему личному произволу.
Middle Liddell
[εὐθῦναι]
not liable to give account, irresponsible, Ar., Plat.