ἀρίσημος

From LSJ
Revision as of 11:35, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρίσημος Medium diacritics: ἀρίσημος Low diacritics: αρίσημος Capitals: ΑΡΙΣΗΜΟΣ
Transliteration A: arísēmos Transliteration B: arisēmos Transliteration C: arisimos Beta Code: a)ri/shmos

English (LSJ)

[ᾰρῐ], ον, (σῆμα) A notable, ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο h.Merc. 12; καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Tyrt.12.29; ἀνήρ Hp. Ep.10; εἰκών Epigr.Gr.260 (Cyrene). II plain, visible, τρίβος Theoc.25.158. Adv. -μως Hld.6.14.

German (Pape)

[Seite 351] (σῆμα), sehr deutlich, offenkundig, H. h. Merc. 12; -σαμος Theocr. 25, 158. – Adv. -σήμως Heliod. 6, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρίσημος: -ον, (σῆμα) λίαν φανερός, ἀξιοσημείωτος, περιφανής, ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 12· καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Τυρταῖος 9. 29· εἰκών, Συλλ. Ἐπιγρ. 5362b. ΙΙ. σφόδρα ἐναργής, ὀρατός, τρίβος Θεόκρ. 25. 158. - Ἐπίρρ. -μως Ἡλιόδ. 6. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 notable, remarquable;
2 tout à fait visible.
Étymologie: ἀρι-, σῆμα.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀρίσαμος GVI 1254.1 (Cirene III/II a.C.)
• Prosodia: [ᾰρῐ-]
I 1fácil de ver, bien visible τρίβος Theoc.25.158.
2 ilustre, famoso τύμβος καὶ παῖδες Tyrt.8.29, ἀνήρ Hp.Ep.10, ἔργα h.Merc.12, ἱρά Maiist.35, εἰκών GVI l.c.
II adv. -ως muy claramente τὴν μαντείαν ἀ. δηλοῦν Hld.6.14.6.

Greek Monolingual

ἀρίσημος, -ον (Α)
1. αξιοσημείωτος, σημαντικός
2. ευδιάκριτος, αυτός που φαίνεται καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + -σημος < σήμα].

Greek Monotonic

ἀρίσημος: Δωρ. -σᾱμος, -ον (σῆμα
I. αξιοσημείωτος, σε Ομηρ. Ύμν., Τυρτ.
III. πολύ σαφής, εναργής, ορατός, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρίσημος: дор. v.l. ἀρίσᾱμος 2
1) замечательный (ἔργα HH);
2) заметный (τρίβος οὐκ ἀ. ἐν ὕλῃ Theocr.).

Middle Liddell

σῆμα
I. very notable, Hhymn., Tyrtae.
II. very plain, visible, Theocr.