πάνδικος

From LSJ
Revision as of 16:38, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνδῐκος Medium diacritics: πάνδικος Low diacritics: πάνδικος Capitals: ΠΑΝΔΙΚΟΣ
Transliteration A: pándikos Transliteration B: pandikos Transliteration C: pandikos Beta Code: pa/ndikos

English (LSJ)

ον, A all-righteous, φρήν S.Tr.294; π. σέβας prob. in A. Supp.776(lyr.). Adv. -κως most justly, Id.Th.172 (lyr.), 670, Ch.241, S.OC1306, E.Rh.720 (lyr.); as in duty bound, S.Tr.611, 1247.

German (Pape)

[Seite 458] ganz gerecht; λιταί, Aesch. Spt. 155; φρήν, Soph. Trach. 294. – Häufiger im adv., mit allem Rechte, durchaus gerecht, ἡ δὲ πανδίκως ἐχθαίρεται, Aesch. Ch. 239; Eum. 771 u. öfter; Soph. Trach. 610; Eur. Rhes. 720.

Greek (Liddell-Scott)

πάνδῐκος: -ον, δικαιότατος, Σοφ. Τρ. 294· ἴδε ἐν λέξ. βοῦνις. - Ἐπίρρ. -κως, δικαιότατα, Αἰσχύλ. Θήβ. 172, 670, Χο. 241· οὕτω παρὰ Σοφοκλ. ἡ λέξις κεῖται ἁπλῶς ὡς = πάντως, Τρ. 611, 1247, Ο. Κ. 1306, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 720.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait juste.
Étymologie: πᾶν, δίκη.

Greek Monolingual

-ον, Α
δίκαιος ως προς όλα, πάρα πολύ δίκαιος (α. «πάνδικον σέβας», Αισχύλ.
β. «πανδίκῳ φρενί», Σοφ.).
επίρρ...
πανδίκως
με πάνδικο τρόπο, με όλο το δίκαιο, δικαιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δικος (< δίκη), πρβλ. ευθύ-δικος].

Greek Monotonic

πάνδῐκος: -ον (δίκη), δικαιότατος, σε Σοφ.· επίρρ. -κως, πάρα πολύ δίκαιος, σε Αισχύλ.· αλλά απλώς = πάντως, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πάνδῐκος: совершенно справедливый: πανδίκῳ φρενί Soph. = πανδίκως.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάνδικος -ον [πᾶς, δίκη] geheel rechtvaardig; adv. πανδίκως geheel terecht.

Middle Liddell

πάν-δῐκος, ον, δίκη
all righteous, Soph. adv. -κως, most justly, Aesch.; but simply = πάντως, Soph.

English (Woodhouse)

exceeding just

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)