προσπλάζω
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
A beat or knock against, touch, κῦμα δέ μιν προσπλάζον ἐρύκεται Il.12.285: c. dat., [λίμνη] προσέπλαζε γενείῳ Od.11.583; γαίης . . πεῖρας . . ἠέρι προσπλάζον Xenoph.28.2.
German (Pape)
[Seite 778] = προσπελάζω, aus dem es verkürzt ist, sich nähern, nahe herankommen (oder anplatschen, heranrauschen?); κῦμα δέ μιν προσπλάζον ἐρύκεται, Il. 12, 285; ἡ δὲ (λίμνη) προσέπλαζε γενείῳ, Od. 11, 583.
Greek (Liddell-Scott)
προσπλάζω: ποιητ. συντετμημένον ἀντὶ τοῦ προσπελάζω (ἀμεταβ.), ἔρχομαι πλησίον, ἐγγίζω, Ἰλ. Μ. 285· μετὰ δοτ., Ὀδ. Λ. 583, Ξενοφάν. 12 Kaisten.
French (Bailly abrégé)
s'approcher de, τινι.
Étymologie: πρός, πλάζω.
Greek Monolingual
Α
(ως ποιητ. συντετμημένος τ. του προσπελάζω) χτυπώ πάνω σε κάτι, προσκρούω («κῡμα δὲ μιν προσπλάζον ἐρύκεται», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πλάζω «πλήττω, χτυπώ»].
Greek Monotonic
προσπλάζω: ποιητ. συντετμ. του προσπελάζω (αμτβ.), έρχομαι κοντά, πλησιάζω, προσεγγίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-πλάζω stoten tegen, met dat.
Russian (Dvoretsky)
προσπλάζω: [из προσπελάζω приближаться, подходить (κῦμα προσπλάζον Hom.): π. γενείῳ Hom. доходить до подбородка.
Middle Liddell
poet. shortened for προσπελάζω
intr. to come near, approach, Il.; c. dat., Od.