κάρτος

From LSJ
Revision as of 11:35, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρτος Medium diacritics: κάρτος Low diacritics: κάρτος Capitals: ΚΑΡΤΟΣ
Transliteration A: kártos Transliteration B: kartos Transliteration C: kartos Beta Code: ka/rtos

English (LSJ)

εος, τό, Ep. and Dor. for κράτος (for which it is v.l. in Hdt.8.2), A strength, vigour, κάρτεϊ καὶ σθένεϊ σφετέρῳ Il.17.322; κάρτος τε βίη τε Od.6.197; violence, force, κάρτεϊ νικήσας πατέρα Hes.Th. 73; κάρτεϊ, = βίᾳ, Leg.Gort.2.3, al.

German (Pape)

[Seite 1331] τό, ep. = κράτος, Stärke, Kraft, Muth; Il. 9, 254; καὶ σθένος 17, 321; καὶ βίη Od. 6, 197; ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν Il. 11, 9; Hes. Th. 73 u. sp. D.; auch Her. 8, 2 v.l.

Greek (Liddell-Scott)

κάρτος: -εος, τό, Ἐπικ. ἀντὶ κράτος (ὃ ἴδε), ἰσχύς, δύναμις, ῥώμη, κάρτεϊ καὶ σθένει σφετέρῳ, Ἰλ. Ρ. 322· κάρτος τε βίη τε Ὀδ. Ζ. 197· κάρτεϊ νικήσας πατέρα Ἡσ. Θ. 73· παρ’ Ἡροδ. 8. 2 ἐν ταῖς νεωτέραις ἐκδόσεσι διορθοῦται κράτος, κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν παρ’ αὐτῷ χρῆσιν.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
épq. et ion. c. κράτος.

English (Autenrieth)

see κράτος.
εος: superior strength, might, power, then mastery, victory, Od. 1.359, Od. 21.280.

Greek Monolingual

κάρτος, τὸ (Α)
(επικ. και δωρ. τ.) βλ. κράτος.

Greek Monotonic

κάρτος: -εος, τό, Επικ. αντί κράτος, δοτ. κάρτεϊ, δύναμη, ρώμη, ακμή, σθένος, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

κάρτος: εος τό эп.-ион. (= κράτος) сила, мощь, мужество (χειρῶν Hom.; βίῃ καὶ κάρτεϊ Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρτος -ους, zonder contr. -εος, τό ep. voor κράτος.

Middle Liddell

κάρτος, εος, [epic for κράτος
strength, vigour, courage, Hom., Hes.