ἀσυνείδητος

From LSJ
Revision as of 10:51, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυνείδητος Medium diacritics: ἀσυνείδητος Low diacritics: ασυνείδητος Capitals: ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ
Transliteration A: asyneídētos Transliteration B: asyneidētos Transliteration C: asyneiditos Beta Code: a)sunei/dhtos

English (LSJ)

ον, (σύνοιδα) not privy to a thing, ψυχαὶ ἀ. κακῶν Onos.4.2. Adv. -τως, τοῖς ἄλλοις Plu.2.214e, cf. POxy.123.16 (iii/iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνείδητος: -ον, (συνεῖδον) ὁ μὴ ἔχων γνώσιν πράγματός τινος: - Ἐπίρρ., ἀσυνειδήτως, ἀσυνειδήτως τοῖς ἄλλοις, Λατ. clam ceteris, Πλούτ. 2. 214Ε. ΙΙ. ἀσύνετος, Ἰω. Χρυσ. ἐν τῇ π. Ρωμ. Ἐπιστ. Ὁμιλ. 23, τ. 3. σ. 191: - Ἐπίρρ. = ἀσυνέτως, ἀπερισκέπτως, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 258Α, ὁ τύπος: ἀσυνειδότως, ἄνευ συνειδήσεως, «ἀσυνείδητα» παρ’ Ἰω. Χρυστ. ἐν Ὁμ. 5. τ. 2. σ. 581 εἶναι ἀδόκιμος, ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. Κόντου σ. 255.

Spanish (DGE)

-ον
I 1carente de conciencia c. gen. ψυχαὶ ἀσυνείδητοι κακῶν Onas.4.2
neutr. subst. τὸ ἀ. falta de reconocimiento, obstinación τὸ ἀ. ... αὐτῶν δείκνυται καὶ τὸ σφόδρα ἀνόητον Chrys.M.61.98.
2 abs. desalmado de Judas Iscariote ἀ. ... ἐφάνης Rom.Mel.17.ιεʹ.7, λαίμαργε ἀσυνείδητε, φυλάργυρε Rom.Mel.17.ιεʹ.3, ἀφίλου καὶ ἀσυνειδήτου δόξα Chrys.M.62.602.
3 ingrato ἀ. ... πρὸς τὸν εὐεργέτην Basil.M.31.1289B.
II adv. -ως sin conciencia ἀ. τοῖς ἄλλοις Plu.2.214e, μὴ ... θελήσουσιν ἀ. ἡμᾶς φέριν (sic) πρὸς ἀλλήλους POxy.123.16 (III/IV d.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσυνείδητος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. ασυνείδητο, το (AM ἀσυνείδητον)
η έλλειψη συναίσθησης των πράξεων, το να μην ξέρει κανείς τι κάνει
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει ηθική συνείδηση, αυτός που παραβαίνει ή περιφρονεί τις ηθικές αξίες, πωρωμένος
2. (για πράξεις) ανήθικος, άδικος, κακοήθης
3. (για ψυχικά φαινόμενα) ο μη συνειδητός, αυτός που βρίσκεται στην περιοχή του ασυνείδητου
4. φυσιολ. «ασυνείδητα οργανικά φαινόμενα» — κινήσεις και εκκρίσεις του πεπτικού συστήματος, αναπνοή, νεφρικές εκκρίσεις κ.λπ., φαινόμενα που ελέγχονται από το αυτόνομο νευρικό σύστημα
5. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. ασυνείδητο, το
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν έχει συνείδηση ή επίγνωση για κάτι
2. αχάριστος, αγνώμων
3. το ουδ. ως ουσ. η αναισθησία, η σκληρότητα.