δυσπρόσοπτος

From LSJ
Revision as of 11:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπρόσοπτος Medium diacritics: δυσπρόσοπτος Low diacritics: δυσπρόσοπτος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΟΠΤΟΣ
Transliteration A: dysprósoptos Transliteration B: dysprosoptos Transliteration C: dysprosoptos Beta Code: duspro/soptos

English (LSJ)

ον, hard to look on, horrid to behold, κάρα τὸ δυσπρόσοπτον ib.286; ὀνείρατα Id.El.460; ὄψις καὶ κίνησις Plu.Aem.12. Adv. δυσπροσόπτως = horribly Agatharch.26.

German (Pape)

[Seite 688] schwer anzusehen; όνείρατα Soph. El. 452, deren Anblick Unglück bedeutet; καὶ ἔκφυλος ὄψις Plut. Aemil. 12.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσοπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ προσβλέψῃ τις, κάρα τὸ δ. Σοφ. Ο. Κ. 286· ὀνείρατα ὁ αὐτ. Ἠλ. 460. ― Ὁ Nauck προτιμᾷ δυσπρόσωπον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 horrible à voir;
2 terrible à voir.
Étymologie: δυσ-, προσόψομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de contemplar, desagradable a la vista κάρα τὸ δ. del rostro desfigurado de Edipo, S.OC 286
que causa daño a la vista ἀστραπή Poll.1.117.
2 temible, que causa temor, fiero, siniestro ὀνείρατα S.El.460, ὄψις Plu.Aem.12, νύξ Eust.40.40, op. φαιδρός: τι δυσπρόσοπτον ἔχει (la Odisea) tiene también algo de terrible Eust.1154.9, c. ac. de rel. δυσπρόσοπτοι τὰ εἴδη feroces en sus semblantes de pueblos guerreros, Plu.Mar.15.
3 vergonzoso, indigno neutr. subst. τὸ τοῦ πράγματος δυσπρόσοπτον Eust.763.2.
II adv. δυσπροσόπτως
1 con mal aspecto δυσπροσόπτως ἔχοντες καὶ τὴν ὄψιν χλωροὶ ἐκ νόσου Eust.630.5.
2 vergonzosa, indignamente ἐζωσμέναι δυσπροσόπτως Agatharch.26.

Greek Monolingual

δυσπρόσοπτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να αντικρίσει
2. ο φοβερός στην όψη.

Greek Monotonic

δυσπρόσοπτος: -ον (προσόψομαι, μέλ. του προσ-οράω), δύσκολος στην όραση, τρομακτικός στην όψη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπρόσοπτος: неприятный или страшный на вид, жуткий (ὀνείρατα Soph.; ὄψις Plut.).

Middle Liddell

δυσ-πρόσοπτος, ον προσόψομαι, fut. of προσοράω
hard to look on, horrid to behold, Soph.

English (Woodhouse)

ugly

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)