γαυριάω

From LSJ
Revision as of 13:57, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαυριάω Medium diacritics: γαυριάω Low diacritics: γαυριάω Capitals: ΓΑΥΡΙΑΩ
Transliteration A: gauriáō Transliteration B: gauriaō Transliteration C: gavriao Beta Code: gauria/w

English (LSJ)

mostly pres. Aet. and Med., aor. 1 ἐγαυρίασα LXX Ju.9.7:—bear oneself proudly, prance, prop. of horses, γαυριῶντες Plu.Lyc.22:—Med., φυσῶντα καὶ γαυριώμενον X.Eq.10.16; to be splendid, γαυριῶσαι… τράπεζαι Cratin.301; to be luxuriant, ἡ γῆ θάλλει καὶ γ. Jul.Or.4.155c; of persons, Phld.Vit. p.27 J., Ph.1.152, al.: c. dat., pride oneself on a thing, εἰ ταύτῃ [τῇ ἥττῃ] γαυριᾷς D.18.244; so ἐπί σφισι γαυριόωντες (Mcineke -όωντο) Theoc.25.133, cf. Plu.Lyc.30, Palaeph.1.8, Anon.Oxy.220iii3.

German (Pape)

[Seite 476] übermüthig, stolz sein, γαυ ριῶσαι τράπεζαι Cratin. Ath. II, 49 a; eigtl. von Pferden, stolz u. munter gehen, Plut. Lyc. 22, wie das Med., Xen. de re equ. 10, 16; übertr., γαυριᾷς τινί Dem. 18, 244; ἐπί τινι Plut. Lyc. 30; auch med., ἐπὶ σφίσι γαυριόωντο Theocr. 25, 133.

Greek (Liddell-Scott)

γαυριάω: τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. ἐνεργητ. καὶ μέσ.· ἀόρ. α΄ ἐγαυρίασα Ἑβδ. (Ἰουδίθ. θ΄, 7). Φέρομαι ὑπερηφάνως, ἐπαίρομαι· κυρίως ἐπὶ ἵππων βαινόντων «καμαρωτά», γαυριῶντες Πλούτ. Λυκ. 22· καὶ ἐν μέσ. τύπῳ, φυσῶντα καὶ γαυριώμενον Ξεν. Ἱππ. 10, 16· εἶμαι λαμπρός, γαυριῶσαι… τράπεζαι Κρατῖν. Ἀδήλ. 9· ― μ. δοτ., ἐπαίρομαι ἐπί τινι, εἰ ταύτῃ γαυριᾷς Δημ. 308. 6· οὕτω, ἐπί σφισι γαυριόωντες (Meineke-όωντο) Θεόκρ. 25. 133, πρβλ. Πλούτ. Λυκ. 30, Παλαίφ. 1. 8.

French (Bailly abrégé)

f. γαυριάσω;
être fier en parl. de chevaux ; p. anal. en parl. de pers. : γ. τινί, ἐπί τινι s'enorgueillir de qch.
Étymologie: γαῦρος.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): γαβρ- Hdn.Schem.27
• Morfología: [pres. c. diéct. γαυριόωντες Theoc.25.133]
1 de pers. ser orgulloso, jactarse, vanagloriarse, presumir en v. act. μήτ' ἄλουτος γαυρία σύ no presumas así sin lavarte Semon.44.1, cf. E.Fr.848, anón. en POxy.220.5.3, Aristo Phil.13.6, Hld.8.6.4
c. dat. ufanarse de, jactarse de τρυφῇσι Hp.Ep.17.9, ἥττᾳ de una derrota D.18.244, cf. Ph.1.152, c. ἐπί y dat. ὁ μάλιστα γαυριάσας ἐπὶ τῷ συμβεβληκέναι Phld.Cont.12.9, παιδαρίων ἐπὶ τῷ συγκόψαι τὸν παιδαγωγὸν γαυριώντων discípulos orgullosos de rebatir al maestro Plu.Lyc.30, ἐπὶ τῇ πράξει Palaeph.1 (p.4), c. ἐν y dat. ἐγαυρίασαν ἐν βραχίονι πεζῶν LXX Iu.9.7, ἐν τῷ πλούτῳ Herm.Vis.1.1.8, en v. med. c. ἐπί y dat. ἐπὶ ξίφεσιν LXX Ib.3.14
p. ext. caminar erguido como un atleta, Iambl.Fr.1.
2 de anim. pavonearse, mostrarse arrogante esp. de caballos piafar Plu.Lyc.22, cf. D.Chr.77/78.33, LXX Ib.39.21, ὧδ' ἔκπλαγον ἐπί σφισι γαυριόωντες los toros consagrados al Sol, Theoc.l.c.
de un dragón mostrarse fiero Eutecnius Th.Par.25.16, cf. en v. med., X.Eq.10.16.
3 sent. fís., de cosas mostrar un aspecto espléndido, exultar de vigor γαυριῶσαι ... τράπεζαι Cratin.334, ἡ γῆ θάλλει καὶ γαυριᾷ Iul.Or.11.155c, cf. Hdn.l.c.

Greek Monotonic

γαυριάω: κυρίως στον Ενεργ. και Μέσ. ενεστ.· υπερηφανεύομαι, καμαρώνω, επαίρομαι· λέγεται για άλογα, σε Πλούτ.· και στη Μέσ., σε Ξεν.· μεταφ., υπερηφανεύομαι για κάτι, με δοτ., σε Δημ.· ἐπὶ σφίσι γαυριόωντες, σε Θεόκρ.

Greek Monolingual

γαυριῶ (γαυριάω) (AM) γαύρος
1. υπερηφανεύομαι, καμαρώνω (α. «ὥσπερ ἵπποις γαυριῶσι καὶ φρυαττομένοις πρὸς τοὺς ἀγῶνας» — άλογα που καμαρώνουν και φρουμάζουν για να πάρουν μέρος στους αγώνες, Πλούτ.
β. «ἐγαυριῶντο ἐπὶ ξίφεσιν», ΠΔ
2. είμαι γεμάτος, έχω αφθονία («γαυριῶσαι τράπεζαι»).

Russian (Dvoretsky)

γαυριάω: тж. med.
1) гордиться, хвалиться, кичиться (τινι Dem. и ἐπί τινι Theocr., Plut.);
2) (о лошади), горделиво выступать или нетерпеливо пританцовывать Xen., Plut.

Middle Liddell

[from γαυρόομαι mostly in pres. act. and mid.]
to bear oneself proudly, prance, of horses, Plut.; and in Mid., Xen.:—metaph. to pride oneself on a thing, c. dat., Dem.; ἐπί σφισι Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαυριάω γαῦρος ep. indic. imperf. med. 3 plur. γαυριόωντο.
1. trots zijn, met dat. of ἐπί + dat. op of vanwege iets; ook med.: ὧδ’ ἔκπαγλον ἐπὶ σφίσι γαυριόωντο zo geweldig trots waren zij op zichzelf (d.w.z. vol fier zelfvertrouwen) Theocr. 25.133.
2. abs. trots zijn, paraderen:. (τοῖς νέοις) χαίροντες ὥσπερ ἵπποις γαυριῶσι plezier hebbend in de jongelui als in paradepaardjes Plut. Lyc. 22.1.