ἐμπρήθω

From LSJ
Revision as of 08:35, 17 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπρήθω Medium diacritics: ἐμπρήθω Low diacritics: εμπρήθω Capitals: ΕΜΠΡΗΘΩ
Transliteration A: emprḗthō Transliteration B: emprēthō Transliteration C: empritho Beta Code: e)mprh/qw

English (LSJ)

A blow up, inflate, of the wind, ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Il.1.481:—Pass., to be bloated or swollen, ἐμπεπρησμένης ὑός Ar.V.36 (-πρημ- cod. R), cf. Gal. ap. Orib.8.19.7. II burn, ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ Il.9.589:—Pass., Ath.Med. ap. Orib.1.2.4; cf. ἐμπίμπρημι.

German (Pape)

[Seite 817] = ἐμπίπρημι; ἐνέπρηθον Il. 9, 589; sonst ἐνιπρῆσαι, verbrennen, πυρὸς αἰθομένοιο, indem das Feuer brennt, mit Feuer, 16, 82; – anblasen, anschwellen, ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον, der Wind blies mitten ins Segel, Il. 1, 481.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπρήθω: μέλλ. -σω, φυσῶ, ἐμφυσῶ, κάμνω τι νὰ φουσκώσῃ, ἐπὶ ἀνέμου, ἐν δ’ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Ἰλ. Α. 481· ἴδε πρήθω: - Παθ., ἔχουσα φωνὴν ἐμπεπρημένης ὑός, «ἐμπεφυσημένης, παχείας· πρῆσαι γὰρ τὸ φυσῆσαι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 36. ΙΙ. καίω, ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ, «ἐνεπύριζον, ἔκαιον» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 589· ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μέλλοντα ἐμπρήσω καὶ κατ’ ἀόρ. ἐμπρῆσαι ἐκ τοῦ ῥήματος ἐμπίπρημι.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐνέπρηθον, f. ἐμπρήσω, ao. ἐνέπρησα;
brûler, incendier.
Étymologie: ἐν, πρήθω.

English (Autenrieth)

ipf. ἐνέπρηθον, ἐνιπρήσω, fut. inf. ἐμπρήσειν, aor. ἐνέπρησε, ἔμπρησε, subj. ἐνιπρήσωσι: (1) of wind, blow into, fill the sail, Od. 2.427. —(2) of fire, kindle; νῆας, ἄστυ, νεκρούς, Il. 8.182; usually with πυρί, also πυρός (part. gen.), Il. 9.242, Il. 16.82.

Spanish (DGE)

quemar, incendiar μέγα ἄστυ Il.9.589, v. ἐμπίμπρημι.

English (Strong)

from ἐν and pretho (to blow a flame); to enkindle, i.e. set on fire: burn up.

English (Thayer)

1st aorist ἐνέπρησα; from Homer down; the Sept. for שָׂרַף and הִצִית; to burn; destroy by fire: τήν πόλιν, Matthew 22:7.

Greek Monolingual

ἐμπρήθω (Α)
1. (για άνεμο) φυσώ, εμφυσώ, εξογκώνω, κάνω κάτι να φουσκώσει («ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον», Ομ. Ιλ.)
2. καίω, πυρπολώ («ἐπὶ πύργων βαῑνον Κουρῆτες και ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐμπρήθω: μέλ. -σω (ἐν
I. φυσώ μέσα σε κάτι, φουσκώνω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ἐμπεπρημένη ὗς, πρησμένο, φουσκωμένο θηλυκό γουρούνι, σε Αριστοφ.
II. = ἐμπίπρημι, καίω, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπρήθω: эп. ἐνιπρήθω (impf. ἐνέπρηθον, fut. ἐμπρήσω, aor. ἐνέπρησα)
1) (= ἐμπίπρημι) поджигать, сжигать (ἄστυ Hom.; τὸν ναύσταθμον Plut.);
2) опалять или коптить (ἐμπεπρημένη ὗς Arph.);
3) дуть, веять: ἐν δ᾽ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Hom. ветер подул в середину паруса.

Middle Liddell

fut. σω [ἐν]
I. to blow up, inflate, Il.:—Pass., ἐμπεπρημένη ὗς a bloated sow, Ar.
II. = ἐμπίπρημι, to burn, Il.

Chinese

原文音譯:™mpr»qw 恩-普雷拖
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在內-著火
字義溯源:點燃,燃燒,燒毀;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(πρεσβῦτις)X*=點火,焚燒)組成
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 燒毀(1) 太22:7