πάντη

From LSJ
Revision as of 13:45, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source

German (Pape)

[Seite 463] auch πάντῃ, überall, auf allen Seiten, überall hin; ἐπῴχετο κῆλα θεοῖο πάντη ἀνὰ στρατόν, Il. 1, 384; πάντη γὰρ περὶ τεῖχος ὀρώρει πῦρ, 12, 177, öfter; πάντη φοιτῶντες ἐπ' αἶαν, Hes. O. 124; Eur. I. A. 144; Ar. Vesp. 246; Διὸς ἱερὸν δύο σταδίων πάντη, auf allen Seiten, also in's Gevierte, Her. 1, 181, vgl. 2, 168; πάντη ἴσον ἀφεστῶτας, Plat. Critia. 113 d; Folgde; τὰς τύχας οἴσει μάλιστα καὶ πάντη πάντως ἐμμελῶς, Arist. eth. 1, 10; πάντη πάντως σπιθαμιαῖον, Pol. 6, 23, 14; auch Plat. Phil. 60 c vrbdt διὰ τέλους, πάντη καὶ πάντως; vgl. S. Emp. adv. math. 7, 369. – Dor. παντᾶ, vgl. über den Accent B. A. 586, 32; Aesch. Suppl. 62 Eum. 925; Soph. Tr. 644; Ar. Lys. 169 u. öfter; Theocr. 15, 6.

Greek (Liddell-Scott)

πάντη: ἢ πάντῃ, Δωρ. παντᾷ Πινδ. Ο. 1 ἐν τέλ., 9. 36, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 169, 180· ἐπίρρ.· - κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, πρὸς ὅλα τὰ μέρη, ἑπομένης προθέσ., πάντη ἀνὰ στρατὸν Ἰλ. Δ. 384· πάντη περὶ τεῖχος Β. 177, κτλ.· π. ἀμφὶ νέκυν Ψ. 34· πάντη φοιτῶντες ἐπ’ αἶαν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 121· ὅσον τε ἐπὶ ιη΄ σταοίους ... πάντη Ἡρόδ. 1. 126· - ὡσαύτως, π. παπταίνειν Ὀδ. Μ. 23· διασκοπεῖν Ἀριστοφ. Σφ. 246· ἱερὸν δύο σταδίων πάντη, ἐκ παντὸς μέρους, Ἡρόδ. 1. 181, πρβλ. 2. 168· κύκλῳ π. Ξεν. Ἀν. 3. 1, 2. ΙΙ. κατὰ πάντα τρόπον, ἐκ παντὸς τρόπου, ὅλως, ὁλοσχερῶς, Εὐρ. Ἀποσπ. 966· πάντη πάντως Πλάτ. Τίμ. 29C, Παρμ. 160Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 11· πάντως καὶ π. Πλάτ. Φίληβ. 60C· οὐ πάντη, οὐχὶ ἐντελῶς, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 8.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 partout, de tous côtés, sur tous les points avec ou sans mouv.
2 entièrement, complètement.
Étymologie: πᾶς.

English (Strong)

adverb (of manner) from πᾶς; wholly: always.

Greek Monolingual

πάντῃ, δωρ. τ. παντᾷ και σε πάπ. παντεῑ, αιολ. τ. πάντᾳ, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτικό παράγγελμα κατά την εκτέλεση του οποίου οι ναύτες αφήνουν ελεύθερο ό,τι κρατούσαν με τα χέρια τους, κν. μπάντου ή αμπάντα
αρχ.
1. προς κάθε κατεύθυνση, σε όλα τα μέρη, παντού («τῷ λύχνῳ πάντῃ διασκοπῶμεν», Αριστοφ.)
2. καθ' ολοκληρίαν, παντελώς, εντελώς
3. (με άρνηση) οὐ πάντῃ
όχι εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επιρρμ. κατάλ. - (πρβλ. απάντ-ή)].

English (Woodhouse)

(see also: πάντῃ) entirely, everywhere, far and wide, in any case, in every part, on all sides

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)