μεγαλήνωρ

From LSJ
Revision as of 16:25, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλήνωρ Medium diacritics: μεγαλήνωρ Low diacritics: μεγαλήνωρ Capitals: ΜΕΓΑΛΗΝΩΡ
Transliteration A: megalḗnōr Transliteration B: megalēnōr Transliteration C: megalinor Beta Code: megalh/nwr

English (LSJ)

Dor. μεγᾰλ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ, (ἀνήρ) A high-souled, epithet of Ἡσυχία, Pi.Fr. 109. 2 haughty, Id.P.1.52.

German (Pape)

[Seite 105] ορος, ὁ, dor. μεγαλάνωρ, männlich groß, von hohem Muthe, vom Löwen, Opp. Cyn. 4, 179, vgl. auch μεγαλήτωρ; – auch tadelnd, hochmüthig, Pind. P. 1, 52; aber frg. 228 bei Pol. 4, 31 nennt er den Frieden ἡσυχία μ., der die Männer groß macht, oder große Männer hervorbringt.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (ἀνὴρ) λίαν ἀνδρικός, μεγαλόφρων, μεγαλόψυχος, ἀνδρεῖος, ἐπίθ. τῆς Ἡσυχίας, Πινδ. Ἀποσπ. 228 πρβλ. μεγαλόφρων· - ὑψηλόφρων, ὑπερήφανος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 99.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
1 confiant en soi;
2 orgueilleux.
Étymologie: μέγας, ἀνήρ.

Greek Monolingual

μεγαλήνωρ, -ορος, δωρ. τ. μεγαλάνωρ, ὁ, ἡ (Α)
1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, γενναιόψυχος
2. υπερήφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ήνωρ (< ἀνήρ), προ βλ. ευ-ήνωρ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

μεγᾰλήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ), πολύ ανδρείος, ηρωϊκός, με αυτοπεποίθηση, υπεροπτικός, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλήνωρ: дор. μεγᾰλάνωρ, ορος (ᾱν) adj.
1) дающий уверенность в себе, внушающий бодрость (ἁσυχία Pind.);
2) высокомерный, надменный Pind.

Middle Liddell

μεγᾰλ-ήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἀνήρ
very manly, heroic: self-confident, haughty, Pind.